Anonymous

κανένας: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κανείς]], [[καμιά]], κανένα (Μ [[κανείς]], καμία, κανέν, αρσ. και [[κανένας]] και κιανείς και κιανένας, θηλ. και [[καμιά]] και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν])<br /><b>1.</b> (με [[άρνηση]]) [[ούτε]] [[ένας]], [[ουδείς]] («η [[πληγή]] δεν έχει κανέναν κίνδυνο»)<br /><b>2.</b> [[κάποιος]], [[ένας]] («θέλει [[κανείς]] σας να μιλήσει;» — θέλει [[κάποιος]] από σας να μιλήσει;)<br /><b>3.</b> (με λέξεις που δηλώνουν [[ποσότητα]] ή χρόνο) [[σχεδόν]], [[περίπου]] (α. «κανένα [[τέταρτο]]», β. «[[καμιά]] [[χιλιάδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καμιά]] [[φορά]]» ή «καμία [[φορά]]» — [[κάποτε]], [[κάπου]]-[[κάπου]]<br />β) «[[κάνα]]-δυο» — [[περίπου]] ένα-δύο, μερικοί, -ές, -ά («δάνεισέ μου [[κάνα]]-δυο εκατομμύρια»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]], [[οποιοσδήποτε]] («[[είναι]] να τραβά [[κανείς]] τα μαλλιά του με αυτή την [[κατάσταση]]»)<br /><b>2.</b> με αοριστολ. ενν. [[αντί]] του α' προσ. («δεν θέλει [[κανείς]] να τον θίξει<br />[[αλλιώς]] θα έβρισκε για τα καλά τον μπελά του» — [[αντί]]: δεν [[θέλω]]... [[αλλιώς]]...)<br /><b>3.</b> [[ιδίως]] με κύριο όν., και [[κυρίως]] γνωστό και ξακουστό, δηλώνει [[υπόνοια]] ή επιτυγχάνει την [[έξαρση]] ή και την [[υποτίμηση]] προσώπων ή έργων («δεν [[είναι]] δα και [[κανένας]] Βενιζέλος»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «με κανέναν τρόπο» — [[καθόλου]]<br />β) «εις καιρόν κ(ι)ανένα» — [[κάποτε]] («σ' εβάρυνα κι εγώ εισέ καιρόν κιανένα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />γ) «[[καμιά]] [[βολά]]» — αν [[καμιά]] [[φορά]], αν [[κάποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. φρ. <i>κἂν εἷς</i> ή <i>κἄν ἕνας</i> (ο [[μεταπλασμός]] του <i>εἷς</i> σε <i>ἕνας</i> είχε πραγματοποιηθεί ήδη [[κατά]] τους μεσαιωνικούς χρόνους και οι δύο τ. [[κανείς]] και [[κανένας]] συνυπήρχαν όπως και [[σήμερα]]). Η φρ. μπορούσε να σημαίνει [[είτε]] «[[τουλάχιστον]] [[ένας]]» [[είτε]] «[[ούτε]] [[ένας]]» ([[πρβλ]]. <i>κἂν</i>). Στην πρώτη [[περίπτωση]] η σημ. εξελίχθηκε σε «[[κάποιος]]» (<i>Είδες κανένα</i>; <i>Δώσε μου κανένα [[βιβλίο]]). Στη δεύτερη [[περίπτωση]] η σημ. εξελίχθηκε σε «[[ουδείς]]», παρέμεινε όμως η αντίστοιχη [[σύνταξη]] του <i>κἂν</i> με [[άρνηση]] (<i>Δεν είδα κανένα</i>. <i>Δεν έχω κανένα [[βιβλίο]] να σου δώσω</i>, [[αλλά]] <i>Ἓν [[οἶδα]] ὅτι ούδὲν [[οἶδα]])]. Ο τ. [[καμμία]] <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κἂν μία</i> με [[αφομοίωση]]. Ο τ. <i>καμμιά</i> (ορθτ. γρφ. [[αντί]] [[καμιά]]) <span style="color: red;"><</span> [[καμμία]] με καταβιβασμό του τόνου και [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. [[καρδία]]: [[καρδιά]]). Τέλος η γρφ. [[καμιά]] <span style="color: red;"><</span> <i>καμμιά</i> με [[απλογραφία]]].
|mltxt=και [[κανείς]], [[καμιά]], κανένα (Μ [[κανείς]], καμία, κανέν, αρσ. και [[κανένας]] και κιανείς και κιανένας, θηλ. και [[καμιά]] και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν])<br /><b>1.</b> (με [[άρνηση]]) [[ούτε]] [[ένας]], [[ουδείς]] («η [[πληγή]] δεν έχει κανέναν κίνδυνο»)<br /><b>2.</b> [[κάποιος]], [[ένας]] («θέλει [[κανείς]] σας να μιλήσει;» — θέλει [[κάποιος]] από σας να μιλήσει;)<br /><b>3.</b> (με λέξεις που δηλώνουν [[ποσότητα]] ή χρόνο) [[σχεδόν]], [[περίπου]] (α. «κανένα [[τέταρτο]]», β. «[[καμιά]] [[χιλιάδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καμιά]] [[φορά]]» ή «καμία [[φορά]]» — [[κάποτε]], [[κάπου]]-[[κάπου]]<br />β) «[[κάνα]]-δυο» — [[περίπου]] ένα-δύο, μερικοί, -ές, -ά («δάνεισέ μου [[κάνα]]-δυο εκατομμύρια»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]], [[οποιοσδήποτε]] («[[είναι]] να τραβά [[κανείς]] τα μαλλιά του με αυτή την [[κατάσταση]]»)<br /><b>2.</b> με αοριστολ. ενν. [[αντί]] του α' προσ. («δεν θέλει [[κανείς]] να τον θίξει<br />[[αλλιώς]] θα έβρισκε για τα καλά τον μπελά του» — [[αντί]]: δεν [[θέλω]]... [[αλλιώς]]...)<br /><b>3.</b> [[ιδίως]] με κύριο όν., και [[κυρίως]] γνωστό και ξακουστό, δηλώνει [[υπόνοια]] ή επιτυγχάνει την [[έξαρση]] ή και την [[υποτίμηση]] προσώπων ή έργων («δεν [[είναι]] δα και [[κανένας]] Βενιζέλος»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «με κανέναν τρόπο» — [[καθόλου]]<br />β) «εις καιρόν κ(ι)ανένα» — [[κάποτε]] («σ' εβάρυνα κι εγώ εισέ καιρόν κιανένα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />γ) «[[καμιά]] [[βολά]]» — αν [[καμιά]] [[φορά]], αν [[κάποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. φρ. κἂν εἷς ή κἄν ἕνας (ο [[μεταπλασμός]] του εἷς σε ἕνας είχε πραγματοποιηθεί ήδη [[κατά]] τους μεσαιωνικούς χρόνους και οι δύο τ. [[κανείς]] και [[κανένας]] συνυπήρχαν όπως και [[σήμερα]]). Η φρ. μπορούσε να σημαίνει [[είτε]] «[[τουλάχιστον]] [[ένας]]» [[είτε]] «[[ούτε]] [[ένας]]» ([[πρβλ]]. κἂν). Στην πρώτη [[περίπτωση]] η σημ. εξελίχθηκε σε «[[κάποιος]]» (Είδες κανένα; Δώσε μου κανένα [[βιβλίο]]). Στη δεύτερη [[περίπτωση]] η σημ. εξελίχθηκε σε «[[ουδείς]]», παρέμεινε όμως η αντίστοιχη [[σύνταξη]] του κἂν με [[άρνηση]] (Δεν είδα κανένα. Δεν έχω κανένα [[βιβλίο]] να σου δώσω, [[αλλά]] Ἓν [[οἶδα]] ὅτι ούδὲν [[οἶδα]])]. Ο τ. [[καμμία]] <span style="color: red;"><</span> φρ. κἂν μία με [[αφομοίωση]]. Ο τ. καμμιά (ορθτ. γρφ. [[αντί]] [[καμιά]]) <span style="color: red;"><</span> [[καμμία]] με καταβιβασμό του τόνου και [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. [[καρδία]]: [[καρδιά]]). Τέλος η γρφ. [[καμιά]] <span style="color: red;"><</span> καμμιά με [[απλογραφία]]].
}}
}}
{{trml
{{trml