Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνιαυσιαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''Cat.''" to "Arist.''Cat.''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῖον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῖος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]].
|mltxt=ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῖον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῖος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῖδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]].
}}
}}