Anonymous

ἐπιμίσγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμίσγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επικοινωνώ]], [[συναναστρέφομαι]] («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[πλησιάζω]] («[[οὐδέ]] ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μίσγω]], παράλλ. αρχαιότερος τ. του [[μίγνυμι]].
|mltxt=[[ἐπιμίσγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επικοινωνώ]], [[συναναστρέφομαι]] («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[πλησιάζω]] («[[οὐδέ]] ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῖτας», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μίσγω]], παράλλ. αρχαιότερος τ. του [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμίσγω:''' αρχ. [[τύπος]] του [[ἐπιμίγνυμι]], αμτβ., έχω [[συναλλαγή]] ή εμπορικές σχέσεις με, <i>παρ'ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.· ομοίως και Παθ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>αἰεὶ Τρώεσσ' ἐπιμίσγομαι</i>, αναγκάζομαι [[πάντοτε]] να έχω [[σχέση]] με τους [[Τρώες]], πάντα βρίσκομαι σε [[σύγκρουση]] με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[έρχομαι]] σε κοινωνικές σχέσεις, [[συναναστρέφομαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐπιμίσγω:''' αρχ. [[τύπος]] του [[ἐπιμίγνυμι]], αμτβ., έχω [[συναλλαγή]] ή εμπορικές σχέσεις με, <i>παρ'ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.· ομοίως και Παθ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>αἰεὶ Τρώεσσ' ἐπιμίσγομαι</i>, αναγκάζομαι [[πάντοτε]] να έχω [[σχέση]] με τους [[Τρώες]], πάντα βρίσκομαι σε [[σύγκρουση]] με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[έρχομαι]] σε κοινωνικές σχέσεις, [[συναναστρέφομαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}