Anonymous

εὔφθογγος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]].
|mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῖς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm