Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δασπλῆτις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δασπλῆτις]] (-ιδος), η (Α)<br />τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ [[δασπλῆτις]] Έρινύς», «χαῑρ' Έκάτα δασπλῆτι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη, [[τότε]] το β' συνθετικό -[[πλητίς]] συνδέεται μορφολογικά με τα [[πλησίον]], <i>άπλητος</i> «[[απροσπέλαστος]]», <i>πλάτις</i> «[[πελάτις]], [[σύζυγος]]», [[αλλά]] όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε [[είτε]] ότι συνδέεται με το [[δασύς]] [[είτε]] ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δα</i>- ([[πρβλ]]. [[δάπεδον]]) της ρίζας <i>dem</i>- «[[χτίζω]]». Κατ' άλλους το [[δασπλήτις]] έχει [[σχέση]] με τα «<i>σφαλάσσειν</i><br />τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>) και [[σπολάς]], ενώ το <i>δα</i>- του τ. [[είναι]] επιτατικό ([[πρβλ]]. [[δαφοινός]]). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι [[δασπλήτις]] προέρχεται από <i>δατσπλήτις</i>, του οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή [[βαθμίδα]] του θ. <i>οδοντ</i>- ([[πρβλ]]. [[οδούς]]) [[χωρίς]] το αρχικό [[φωνήεν]]].
|mltxt=[[δασπλῆτις]] (-ιδος), η (Α)<br />τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ [[δασπλῆτις]] Έρινύς», «χαῖρ' Έκάτα δασπλῆτι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη, [[τότε]] το β' συνθετικό -[[πλητίς]] συνδέεται μορφολογικά με τα [[πλησίον]], <i>άπλητος</i> «[[απροσπέλαστος]]», <i>πλάτις</i> «[[πελάτις]], [[σύζυγος]]», [[αλλά]] όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε [[είτε]] ότι συνδέεται με το [[δασύς]] [[είτε]] ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δα</i>- ([[πρβλ]]. [[δάπεδον]]) της ρίζας <i>dem</i>- «[[χτίζω]]». Κατ' άλλους το [[δασπλήτις]] έχει [[σχέση]] με τα «<i>σφαλάσσειν</i><br />τέμνειν, κεντείν» (<b>Ησύχ.</b>) και [[σπολάς]], ενώ το <i>δα</i>- του τ. [[είναι]] επιτατικό ([[πρβλ]]. [[δαφοινός]]). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι [[δασπλήτις]] προέρχεται από <i>δατσπλήτις</i>, του οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή [[βαθμίδα]] του θ. <i>οδοντ</i>- ([[πρβλ]]. [[οδούς]]) [[χωρίς]] το αρχικό [[φωνήεν]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm