Anonymous

εξαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξαναγκάζω]])<br />[[επιβάλλω]], [[υποχρεώνω]], [[αναγκάζω]] με σωματική ή ψυχολογική βία, [[καταναγκάζω]]<br />α. «η [[επιμονή]] του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα [[μαχαίρι]] πιάσει και μπήξει το μες στην [[καρδιά]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] την [[έξοδο]]<br /><b>2.</b> [[διώχνω]], [[ξεριζώνω]], [[εξαλείφω]] («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῑς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την [[αργία]], την [[οκνηρία]], με σωματική βία, με χτυπήματα, <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐξαναγκάζω]])<br />[[επιβάλλω]], [[υποχρεώνω]], [[αναγκάζω]] με σωματική ή ψυχολογική βία, [[καταναγκάζω]]<br />α. «η [[επιμονή]] του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα [[μαχαίρι]] πιάσει και μπήξει το μες στην [[καρδιά]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] την [[έξοδο]]<br /><b>2.</b> [[διώχνω]], [[ξεριζώνω]], [[εξαλείφω]] («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την [[αργία]], την [[οκνηρία]], με σωματική βία, με χτυπήματα, <b>Ξεν.</b>).
}}
}}