Anonymous

ημείς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἡμεῖς)<br />ονομ. πληθ. της προσ. αντων. εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. της ονομ. (ιων.-αττ. [[ἡμεῖς]], δωρ. <i>ἁμές</i>, αιολ. [[ἄμμες]]) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. <i>nos</i>), από το θ. της αιτ. (ιων.-αττ. <i>ἡμέ</i>-, δωρ. <i>ἁμέ</i>-, αιολ. <i>ἄμμε</i>-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τών ον. -<i>ες</i> (<i>ἡμέ</i>-<i>ες</i> > [[ἡμεῖς]]), ενώ σε άλλες ΙΕ γλώσσες οι τ. της ονομ. έχουν διαφορετικό θ. από εκείνους της αιτ. ([[πρβλ]]. γοτθ. ονομ. <i>weis</i> «εμείς», αιτ. <i>uns</i> «εμάς», αρχ. ινδ. ονομ. <i>vay</i>-<i>am</i> «εμείς», αιτ. <i>asman</i> «εμάς»). Η [[κλίση]] της αιτ. (αττ. <i>ἡμᾶς</i>, ιων. <i>ἡμέας</i>) ακολούθησε, αντιστρόφως, το [[παράδειγμα]] της ονομ. παίρνοντας την καταλ. τών ον. -<i>ας</i>. Οι αιτ. της δωρ. ᾱμέ και της αιολ. ἄμμε βρίσκονται πλησιέστερα στον αρχικό ελλ. τ. <i>ἄσμε</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. .<i>nsme</i> «εμείς» <span style="color: red;"><</span> <i>n</i>-<i>sm</i>(<i>e</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ns</i>- και [[επίθημα]] -<i>sm</i>(<i>e</i>), [[πρβλ]]. και αβεστ. <i>ahma</i>, αρχ. ινδ. <i>asm</i><i>ā</i><i>n</i> «εμάς», λατ. <i>nos</i>, αρχ. ινδ. <i>nas</i>, το γοτθ. <i>uns</i> «εμάς». Η [[δασύτητα]] της ελλ. θεωρείται αναλογική [[προς]] το [[ὑμεῖς]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το [[επίθημα]] <i>sme</i> > <i>hme</i> και [[μεταφορά]] της στο αρχικό [[φωνήεν]]. Οι τ. της δοτ. (ιων. -αττ. <i>ἡμῖν</i>, δωρ. <i>ἁμῑν</i>, αιολ. [[ἄμμιν]]) ανάγονται σε αρχικό ελλ. τ. <i>ἀσμι</i>(<i>ν</i>), η [[κλίση]] του οποίου θυμίζει έντονα εκείνην τών δοτ. ορισμένων δεικτικών και ερωτηματικών αντων. διαφόρων ΙΕ γλωσσών ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>ahmi</i>, αρχ. ινδ. <i>asmin</i> «σ' αυτόν» και αβεστ. <i>kahmi</i>, αρχ. ινδ. <i>kasmin</i> «σε [[ποιόν]];»). Η ιων.-αττ. παρουσιάζει [[έκταση]] του καταληκτικού φωνήεντος -<i>ι</i>-, [[φαινόμενο]] που παρατηρείται [[σποραδικά]] και στη δωρική, όχι όμως σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] τις μακρές καταλήξεις τών [[ἡμεῖς]], <i>ἡμῶν</i>, <i>ἡμᾶς</i>. Τα νεοελλ. <i>εμείς</i>, <i>εμάς</i> παρουσιάζουν προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>- [[κατά]] το <i>εγώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ημέτερος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ημεδαπός]]].
|mltxt=(AM ἡμεῖς)<br />ονομ. πληθ. της προσ. αντων. εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. της ονομ. (ιων.-αττ. [[ἡμεῖς]], δωρ. <i>ἁμές</i>, αιολ. [[ἄμμες]]) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. <i>nos</i>), από το θ. της αιτ. (ιων.-αττ. <i>ἡμέ</i>-, δωρ. <i>ἁμέ</i>-, αιολ. <i>ἄμμε</i>-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τών ον. -<i>ες</i> (<i>ἡμέ</i>-<i>ες</i> > [[ἡμεῖς]]), ενώ σε άλλες ΙΕ γλώσσες οι τ. της ονομ. έχουν διαφορετικό θ. από εκείνους της αιτ. ([[πρβλ]]. γοτθ. ονομ. <i>weis</i> «εμείς», αιτ. <i>uns</i> «εμάς», αρχ. ινδ. ονομ. <i>vay</i>-<i>am</i> «εμείς», αιτ. <i>asman</i> «εμάς»). Η [[κλίση]] της αιτ. (αττ. <i>ἡμᾶς</i>, ιων. <i>ἡμέας</i>) ακολούθησε, αντιστρόφως, το [[παράδειγμα]] της ονομ. παίρνοντας την καταλ. τών ον. -<i>ας</i>. Οι αιτ. της δωρ. ᾱμέ και της αιολ. ἄμμε βρίσκονται πλησιέστερα στον αρχικό ελλ. τ. <i>ἄσμε</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. .<i>nsme</i> «εμείς» <span style="color: red;"><</span> <i>n</i>-<i>sm</i>(<i>e</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ns</i>- και [[επίθημα]] -<i>sm</i>(<i>e</i>), [[πρβλ]]. και αβεστ. <i>ahma</i>, αρχ. ινδ. <i>asm</i><i>ā</i><i>n</i> «εμάς», λατ. <i>nos</i>, αρχ. ινδ. <i>nas</i>, το γοτθ. <i>uns</i> «εμάς». Η [[δασύτητα]] της ελλ. θεωρείται αναλογική [[προς]] το [[ὑμεῖς]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το [[επίθημα]] <i>sme</i> > <i>hme</i> και [[μεταφορά]] της στο αρχικό [[φωνήεν]]. Οι τ. της δοτ. (ιων. -αττ. <i>ἡμῖν</i>, δωρ. <i>ἁμῖν</i>, αιολ. [[ἄμμιν]]) ανάγονται σε αρχικό ελλ. τ. <i>ἀσμι</i>(<i>ν</i>), η [[κλίση]] του οποίου θυμίζει έντονα εκείνην τών δοτ. ορισμένων δεικτικών και ερωτηματικών αντων. διαφόρων ΙΕ γλωσσών ([[πρβλ]]. αβεστ. <i>ahmi</i>, αρχ. ινδ. <i>asmin</i> «σ' αυτόν» και αβεστ. <i>kahmi</i>, αρχ. ινδ. <i>kasmin</i> «σε [[ποιόν]];»). Η ιων.-αττ. παρουσιάζει [[έκταση]] του καταληκτικού φωνήεντος -<i>ι</i>-, [[φαινόμενο]] που παρατηρείται [[σποραδικά]] και στη δωρική, όχι όμως σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] τις μακρές καταλήξεις τών [[ἡμεῖς]], <i>ἡμῶν</i>, <i>ἡμᾶς</i>. Τα νεοελλ. <i>εμείς</i>, <i>εμάς</i> παρουσιάζουν προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>- [[κατά]] το <i>εγώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ημέτερος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ημεδαπός]]].
}}
}}