Anonymous

διατρίβω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διατρίβω]])<br /><b>1.</b> [[διαμένω]], [[παραμένω]], [[κατοικώ]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[ξοδεύω]], [[σπαταλώ]], [[περνώ]] την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», <b>Ξεν.</b> Ελλ.)<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[χάνω]] τον καιρό μου, [[χρονοτριβώ]], [[καθυστερώ]] («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.)<br /><b>4.</b> απασχολούμαι με [[κάτι]], ενασχολούμαι σε [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] μ' αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]], [[τρίβω]] [[δυνατά]] «χερσί διατρίψας», Όμ.)<br /><b>2.</b> [[καταναλώνω]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («[[πάντα]] κατατρίβουσιν Ἀχαιοί», Όμ.)<br /><b>3.</b> [[αναβάλλω]] εξαιτίας της αργοπορίας μου, [[εμποδίζω]], [[παρακωλύω]] («οὔ τι [[διατρίβω]] μητρός γάμον, [[ἀλλά]] [[κελεύω]] γήμασθ' ᾧ κ' ἐθέλη» — [[ούτε]] [[καθυστερώ]] τον γάμο της μητέρας μου [[αλλά]] τήν [[προτρέπω]] να παντρευτεί όποιον θέλει, Όμ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄφρα]] κεν ἥ γε διατρίβησιν 'Αχαιοὺς ὃν γάμον» — για να αναβάλλει τον χρόνο του γάμου για τους Αχαιούς <b>Όμ.</b><br /><b>5.</b> (με γεν. πράγμ.) «μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῑο» — ας μη χάνουμε τον καιρό μας στον δρόμο, <b>Όμ.</b><br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[καθυστερώ]], [[χρονοτριβώ]] («μή τι διατριβώμεθα πείρης» — ας μη χρονοτριβούμε σε δοκιμές, Απολ. Ρόδ.).
|mltxt=(AM [[διατρίβω]])<br /><b>1.</b> [[διαμένω]], [[παραμένω]], [[κατοικώ]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[ξοδεύω]], [[σπαταλώ]], [[περνώ]] την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», <b>Ξεν.</b> Ελλ.)<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[χάνω]] τον καιρό μου, [[χρονοτριβώ]], [[καθυστερώ]] («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.)<br /><b>4.</b> απασχολούμαι με [[κάτι]], ενασχολούμαι σε [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] μ' αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]], [[τρίβω]] [[δυνατά]] «χερσί διατρίψας», Όμ.)<br /><b>2.</b> [[καταναλώνω]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («[[πάντα]] κατατρίβουσιν Ἀχαιοί», Όμ.)<br /><b>3.</b> [[αναβάλλω]] εξαιτίας της αργοπορίας μου, [[εμποδίζω]], [[παρακωλύω]] («οὔ τι [[διατρίβω]] μητρός γάμον, [[ἀλλά]] [[κελεύω]] γήμασθ' ᾧ κ' ἐθέλη» — [[ούτε]] [[καθυστερώ]] τον γάμο της μητέρας μου [[αλλά]] τήν [[προτρέπω]] να παντρευτεί όποιον θέλει, Όμ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄφρα]] κεν ἥ γε διατρίβησιν 'Αχαιοὺς ὃν γάμον» — για να αναβάλλει τον χρόνο του γάμου για τους Αχαιούς <b>Όμ.</b><br /><b>5.</b> (με γεν. πράγμ.) «μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο» — ας μη χάνουμε τον καιρό μας στον δρόμο, <b>Όμ.</b><br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[καθυστερώ]], [[χρονοτριβώ]] («μή τι διατριβώμεθα πείρης» — ας μη χρονοτριβούμε σε δοκιμές, Απολ. Ρόδ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm