Anonymous

δοίδυξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)<br />[[γουδοχέρι]], [[αλετρίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. [[είναι]] άγνωστη].
|mltxt=δοῖδυξ (-υκος), ο (Α)<br />[[γουδοχέρι]], [[αλετρίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. [[είναι]] άγνωστη].
}}
}}
{{etym
{{etym