Anonymous

βυθός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βυθός]], Α και [[βυσσός]], ιων. τ.)<br /><b>1.</b> ο [[πυθμένας]], ο [[γήινος]] όγκος [[κάτω]] από το [[νερό]] θάλασσας, ποταμού ή λίμνης<br /><b>2.</b> η κατώτατη [[στάθμη]] («[[βυθός]] αμαρτίας», «[[βυθός]] άγνοιας», «βυθὸς ἀγνοίας», «βυθὸς ἀτεχνίης», «ἐκ βυθοῦ κριμάτων με ἀνάστησον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐκ βυθοῦ κηκῑον [[αἷμα]]» — [[αίμα]] που αναβλύζει απ' το [[βάθος]] της πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[γυθίσσων]]<br />διορύσσων» οδήγησε στην [[υπόθεση]] πως η λ. [[βυθός]] άρχιζε με χειλοϋπερωικό φθόγγο και πως, ως εκ τούτου, συνδέεται με τα [[βαθύς]] και [[βήσσα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>ā</i><i>dh</i> «[[βυθίζω]], [[καταδύω]]»), ενώ το <i>β</i>- του [[βυθός]] ερμηνεύθηκε από [[αναλογία]] [[προς]] το [[βαθύς]]. Στην [[υπόθεση]] όμως αυτή προκαλεί δυσκολίες ο τ. [[βένθος]] που προϋποθέτει διαφορετική [[μετάπτωση]] της ρίζας. Εάν δεν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. [[γυθίσσων]], [[τότε]] μπορεί ηλ</i>. [[βυθός]] να αναχθεί σε [[ρίζα]] <i>dhub</i>- «[[βαθύς]], [[κοίλος]]», με [[αντιστροφή]]. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. [[βυθός]] με τη λ. [[πυθμήν]] προϋποθέτει ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>budh</i>-παράλληλα [[προς]] τη [[ρίζα]] <i>bhudh</i>- «[[πυθμένας]]», ενώ από σημασιολογικής απόψεως η λ. [[βυθός]] τόσο</i> στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να δηλώσει την [[κάτω]] από το θαλάσσιο [[νερό]] γήινη [[επιφάνεια]], ενώ η λ. [[πυθμήν]] [[είναι]] γενικότερη και χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη [[βάση]], την κατώτατη [[επιφάνεια]] ορισμένων σκευών. Στην αρχαία Ελληνική απαντά πολύ πιο [[συχνά]] από τη λ. [[βυθός]]. Τέλος ο τ. [[βυσσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>βυθ</i>-<i>yός</i> ή <i>βυθ</i>-<i>σός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βυθίζω]], [[βύθιος]], [[βυθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βυσσόθεν]]. ΣΥΝΘ (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βυθοτρεφής]], [[βυσσόφρων]] <b>μσν.</b> [[βυθότροφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[βυσσοδομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βυθοκόρος]], [[βυθομετρώ]], [[βυθοσήμανση]], [[βυθοσκόπηση]], [[βυθοσκόπιο]]<br />(Β' συνθετικό) [[άβυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύβυθος]].
|mltxt=ο (AM [[βυθός]], Α και [[βυσσός]], ιων. τ.)<br /><b>1.</b> ο [[πυθμένας]], ο [[γήινος]] όγκος [[κάτω]] από το [[νερό]] θάλασσας, ποταμού ή λίμνης<br /><b>2.</b> η κατώτατη [[στάθμη]] («[[βυθός]] αμαρτίας», «[[βυθός]] άγνοιας», «βυθὸς ἀγνοίας», «βυθὸς ἀτεχνίης», «ἐκ βυθοῦ κριμάτων με ἀνάστησον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐκ βυθοῦ κηκῖον [[αἷμα]]» — [[αίμα]] που αναβλύζει απ' το [[βάθος]] της πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[γυθίσσων]]<br />διορύσσων» οδήγησε στην [[υπόθεση]] πως η λ. [[βυθός]] άρχιζε με χειλοϋπερωικό φθόγγο και πως, ως εκ τούτου, συνδέεται με τα [[βαθύς]] και [[βήσσα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>ā</i><i>dh</i> «[[βυθίζω]], [[καταδύω]]»), ενώ το <i>β</i>- του [[βυθός]] ερμηνεύθηκε από [[αναλογία]] [[προς]] το [[βαθύς]]. Στην [[υπόθεση]] όμως αυτή προκαλεί δυσκολίες ο τ. [[βένθος]] που προϋποθέτει διαφορετική [[μετάπτωση]] της ρίζας. Εάν δεν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. [[γυθίσσων]], [[τότε]] μπορεί ηλ</i>. [[βυθός]] να αναχθεί σε [[ρίζα]] <i>dhub</i>- «[[βαθύς]], [[κοίλος]]», με [[αντιστροφή]]. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. [[βυθός]] με τη λ. [[πυθμήν]] προϋποθέτει ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>budh</i>-παράλληλα [[προς]] τη [[ρίζα]] <i>bhudh</i>- «[[πυθμένας]]», ενώ από σημασιολογικής απόψεως η λ. [[βυθός]] τόσο</i> στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να δηλώσει την [[κάτω]] από το θαλάσσιο [[νερό]] γήινη [[επιφάνεια]], ενώ η λ. [[πυθμήν]] [[είναι]] γενικότερη και χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη [[βάση]], την κατώτατη [[επιφάνεια]] ορισμένων σκευών. Στην αρχαία Ελληνική απαντά πολύ πιο [[συχνά]] από τη λ. [[βυθός]]. Τέλος ο τ. [[βυσσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>βυθ</i>-<i>yός</i> ή <i>βυθ</i>-<i>σός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βυθίζω]], [[βύθιος]], [[βυθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βυσσόθεν]]. ΣΥΝΘ (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βυθοτρεφής]], [[βυσσόφρων]] <b>μσν.</b> [[βυθότροφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[βυσσοδομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βυθοκόρος]], [[βυθομετρώ]], [[βυθοσήμανση]], [[βυθοσκόπηση]], [[βυθοσκόπιο]]<br />(Β' συνθετικό) [[άβυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύβυθος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm