Anonymous

μεταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεταβάλλω]]) [[βάλλω]]<br />[[αλλάζω]] την [[κατάσταση]] κάποιου, [[μετατρέπω]] (α. «οι συνθήκες της ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο [[καιρός]] [[κάθε]] [[μέρα]] μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναπληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[μεταπείθω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταβάλλομαι</i><br />[[μετριάζω]], [[περιστέλλω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> φρ.) α) «[[μεταβάλλω]] εἰς ὀργήν» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου<br />β) «μεταβάλλομαι εἰς χαράν» — [[χαίρομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] [[τόπο]], μετακινούμαι<br /><b>2.</b> [[διασκευάζω]], [[μεταγλωττίζω]], [[μεταφράζω]] («εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταβάλλειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] διαφορετική [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]] («μεταβάλλειν ποταμόν», Ιουλ.)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] ή [[υφίσταμαι]] [[τροποποίηση]] της κατάστασής μου<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[διαδέχομαι]] [[κάτι]] («καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ανταλλάσσω]]<br />β) συναλλάσσομαι, [[εμπορεύομαι]] («μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[μεταφέρω]], [[μετατοπίζω]]<br />δ) [[κλίνω]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]]<br />ε) [[αλλάζω]] μέρη, τόπους<br />στ) στρέφομαι, [[κλίνω]]<br />ζ) [[ανακατώνω]] με [[κουτάλι]]<br /><b>5.</b> <b>απρόσ.</b> <i>μεταβάλλει</i><br />αλλάζει η [[πορεία]], ο [[ρυθμός]], ο [[ρους]] («μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταβάλλω]] δίαιταν» — [[αλλάζω]] τρόπο ζωής<br />β) «[[μεταβάλλω]] ὀργήν» — [[ξεθυμώνω]], μού περνά ο [[θυμός]]<br />γ) «[[μεταβάλλω]] εὔνοιαν» — [[αποβάλλω]] την [[εύνοια]], [[σταματώ]] να [[δείχνω]] [[εύνοια]]<br />δ) «[[μεταβάλλω]] χώραν ἐκ χώρας» — [[πηγαίνω]] από τη μια [[χώρα]] στην [[άλλη]]<br /><b>7.</b> [[μετατοπίζω]], [[μεταφέρω]], [[μετακομίζω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[θέση]] («ἵνα τὸν σῑτον μεταβάλησθε», πάπ.).
|mltxt=(ΑM [[μεταβάλλω]]) [[βάλλω]]<br />[[αλλάζω]] την [[κατάσταση]] κάποιου, [[μετατρέπω]] (α. «οι συνθήκες της ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο [[καιρός]] [[κάθε]] [[μέρα]] μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναπληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[μεταπείθω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταβάλλομαι</i><br />[[μετριάζω]], [[περιστέλλω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> φρ.) α) «[[μεταβάλλω]] εἰς ὀργήν» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου<br />β) «μεταβάλλομαι εἰς χαράν» — [[χαίρομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] [[τόπο]], μετακινούμαι<br /><b>2.</b> [[διασκευάζω]], [[μεταγλωττίζω]], [[μεταφράζω]] («εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταβάλλειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] διαφορετική [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]] («μεταβάλλειν ποταμόν», Ιουλ.)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] ή [[υφίσταμαι]] [[τροποποίηση]] της κατάστασής μου<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[διαδέχομαι]] [[κάτι]] («καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ανταλλάσσω]]<br />β) συναλλάσσομαι, [[εμπορεύομαι]] («μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[μεταφέρω]], [[μετατοπίζω]]<br />δ) [[κλίνω]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]]<br />ε) [[αλλάζω]] μέρη, τόπους<br />στ) στρέφομαι, [[κλίνω]]<br />ζ) [[ανακατώνω]] με [[κουτάλι]]<br /><b>5.</b> <b>απρόσ.</b> <i>μεταβάλλει</i><br />αλλάζει η [[πορεία]], ο [[ρυθμός]], ο [[ρους]] («μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταβάλλω]] δίαιταν» — [[αλλάζω]] τρόπο ζωής<br />β) «[[μεταβάλλω]] ὀργήν» — [[ξεθυμώνω]], μού περνά ο [[θυμός]]<br />γ) «[[μεταβάλλω]] εὔνοιαν» — [[αποβάλλω]] την [[εύνοια]], [[σταματώ]] να [[δείχνω]] [[εύνοια]]<br />δ) «[[μεταβάλλω]] χώραν ἐκ χώρας» — [[πηγαίνω]] από τη μια [[χώρα]] στην [[άλλη]]<br /><b>7.</b> [[μετατοπίζω]], [[μεταφέρω]], [[μετακομίζω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[θέση]] («ἵνα τὸν σῖτον μεταβάλησθε», πάπ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm