Anonymous

κατήρης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατήρης]], -ῆρες (Α)<br /><b>1.</b> εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) αυτός που έχει [[κουπιά]] («πλοῖον κατῆρες ἑτοῑμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταρσός]] [[κατήρης]]» — [[κουπί]] καλά προσαρμοσμένο (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. <i>κατ</i>-[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) που συνδέεται με το ρ. [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]], [[εφοδιάζω]]», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει [[κουπιά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» ([[πρβλ]]. [[τριήρης]])].
|mltxt=[[κατήρης]], -ῆρες (Α)<br /><b>1.</b> εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) αυτός που έχει [[κουπιά]] («πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταρσός]] [[κατήρης]]» — [[κουπί]] καλά προσαρμοσμένο (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. <i>κατ</i>-[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) που συνδέεται με το ρ. [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]], [[εφοδιάζω]]», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει [[κουπιά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» ([[πρβλ]]. [[τριήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm