Anonymous

κεράμβηλον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεράμβηλον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[φόβητρο]] τών πουλιών σε κήπους, [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον [[βόμβο]] του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας<br />[[ἔνιοι]] τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] με διπλό εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>αμβ</i>-<i>ηλο</i>-<i>ν</i>. Βλ. <i>καιράμβυξ</i>].
|mltxt=[[κεράμβηλον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[φόβητρο]] τών πουλιών σε κήπους, [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον [[βόμβο]] του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῖπας<br />[[ἔνιοι]] τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] με διπλό εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>αμβ</i>-<i>ηλο</i>-<i>ν</i>. Βλ. <i>καιράμβυξ</i>].
}}
}}