Anonymous

κηκίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηκίω]], δωρ. τ. [[κακίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναβλύζω]], [[εκρέω]], [[τρέχω]] άφθονα (α. «[[θάλασσα]] δὲ κήκιε πολλὴ ἂν [[στόμα]] τε ῥῑνάς τε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἐκ βυθοῦ κηκῑον [[αἷμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναπέμπω]] («θερμὴν ἔτι κήκιε [[πόντος]] [[ἀϋτμήν]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κηκίομαι</i><br />(για [[αίμα]]) [[στάζω]] άφθονα, [[αναβλύζω]] («θερμοτάτην αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων» — το θερμότατο [[αίμα]] που ανάβλυζε από τις πληγές, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κηκίς]]].
|mltxt=[[κηκίω]], δωρ. τ. [[κακίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναβλύζω]], [[εκρέω]], [[τρέχω]] άφθονα (α. «[[θάλασσα]] δὲ κήκιε πολλὴ ἂν [[στόμα]] τε ῥῑνάς τε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἐκ βυθοῦ κηκῖον [[αἷμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναπέμπω]] («θερμὴν ἔτι κήκιε [[πόντος]] [[ἀϋτμήν]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κηκίομαι</i><br />(για [[αίμα]]) [[στάζω]] άφθονα, [[αναβλύζω]] («θερμοτάτην αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων» — το θερμότατο [[αίμα]] που ανάβλυζε από τις πληγές, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κηκίς]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm