Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορέννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[κορεννύω]], Α και [[κορέννυμι]] και [[κορέω]] και [[κορέσκω]] [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.])<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] όσο το δυνατό περισσότερο, [[υπερπληρώ]] «κορέσαι [[στόμα]]... ἐμᾱς σαρκός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον το [[αίσθημα]] του χορτασμού ή [[χορταίνω]] ο [[ίδιος]] (α. «κορέεις [[κύνας]] ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «ἐκορέσσατο φορβῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «κριθαῑσι κορεσθείς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ικανοποιώ]] πλήρως, [[καταπαύω]], [[κατασιγάζω]] (α. «κόρεσε την [[πείνα]] του» β. «κορέστηκε το [[πάθος]] του» γ. «μολπῇ θυμὸν κορέσωμεν», Απολλ. Ρόδ. δ. «[[ὥσπερ]] λέοντα φόνου κεκορεσμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> α) «(κε)κορεσμένο [[διάλυμα]]» — [[διάλυμα]] του οποίου η [[πυκνότητα]] [[είναι]] μέγιστη για τη δεδομένη [[πίεση]] και [[θερμοκρασία]] στην οποία βρίσκεται και ικανή να εμποδίσει την [[παραπέρα]] [[συνέχιση]] της διεργασίας διάλυσης<br />β) «(κε)κορεσμένοι ατμοί» — ατμοί τών οποίων η [[πυκνότητα]] στη δεδομένη [[πίεση]] και [[θερμοκρασία]] [[είναι]] μέγιστη και ικανή να εμποδίσει την [[παραπέρα]] [[ατμοποίηση]] του σώματος από το οποίο προέρχονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικός τ. [[είναι]] ο ένσιγμος αόρ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i>, από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο [[ενεστώς]] [[κορέννυμι]], που [[είναι]] αρκετά [[μεταγενέστερος]]. Ο τ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kor</i>(<i>ә</i>)- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>(<i>ә</i>)- «[[μεγαλώνω]] [[κάτι]], [[αυξάνω]]» και συνδέεται με το λιθουαν. <i>šer</i>-<i>ti</i> «[[εκτρέφω]] ζώα», τα αρμ. <i>ser</i> «[[καταγωγή]], [[φυλή]]» και <i>serem</i> «[[γεννώ]]», [[καθώς]] και το λατ. <i>Ceres</i>, όν. της θεάς της βλαστήσεως που ταυτίστηκε με τη [[Δήμητρα]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και τα λατ. <i>creo</i> «[[δημιουργώ]]» και <i>cresco</i> «[[αυξάνω]]», που εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της. Εκτεταμένη / ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας εμφανίζει ίσως το [[κώρα]] «ύβρις» (<b>βλ. λ.</b> [[κορέω]] [ΙΙΙ]). Από το θ. <i>κορ</i>(<i>ε</i>)- του αορ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i> προέκυψε υποχωρητικά το [[κόρος]] (Ι) «[[υπερπλήρωση]]», ενώ το όν. του ιωνικού φύλου <i>Αἰγι</i>-<i>κορ</i>-<i>εῖς</i> πιθ. να εμφανίζει το ίδιο θ. ως β' συνθετικό: «αυτοί που τρέφουν κατσίκες».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κορεατικός]], [[κόρος]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορεστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορεσμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀποκορέννυμι]], [[αποκορέννυμι]], [[ὑπερκορέννυμι]], [[υπερκορέννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτχ.)</b> [[υπερκορεσμένος]], [[υπερκεκορεσμένος]].
|mltxt=(ΑM [[κορεννύω]], Α και [[κορέννυμι]] και [[κορέω]] και [[κορέσκω]] [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.])<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] όσο το δυνατό περισσότερο, [[υπερπληρώ]] «κορέσαι [[στόμα]]... ἐμᾱς σαρκός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον το [[αίσθημα]] του χορτασμού ή [[χορταίνω]] ο [[ίδιος]] (α. «κορέεις [[κύνας]] ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «ἐκορέσσατο φορβῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «κριθαῖσι κορεσθείς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ικανοποιώ]] πλήρως, [[καταπαύω]], [[κατασιγάζω]] (α. «κόρεσε την [[πείνα]] του» β. «κορέστηκε το [[πάθος]] του» γ. «μολπῇ θυμὸν κορέσωμεν», Απολλ. Ρόδ. δ. «[[ὥσπερ]] λέοντα φόνου κεκορεσμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> α) «(κε)κορεσμένο [[διάλυμα]]» — [[διάλυμα]] του οποίου η [[πυκνότητα]] [[είναι]] μέγιστη για τη δεδομένη [[πίεση]] και [[θερμοκρασία]] στην οποία βρίσκεται και ικανή να εμποδίσει την [[παραπέρα]] [[συνέχιση]] της διεργασίας διάλυσης<br />β) «(κε)κορεσμένοι ατμοί» — ατμοί τών οποίων η [[πυκνότητα]] στη δεδομένη [[πίεση]] και [[θερμοκρασία]] [[είναι]] μέγιστη και ικανή να εμποδίσει την [[παραπέρα]] [[ατμοποίηση]] του σώματος από το οποίο προέρχονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικός τ. [[είναι]] ο ένσιγμος αόρ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i>, από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο [[ενεστώς]] [[κορέννυμι]], που [[είναι]] αρκετά [[μεταγενέστερος]]. Ο τ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kor</i>(<i>ә</i>)- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>(<i>ә</i>)- «[[μεγαλώνω]] [[κάτι]], [[αυξάνω]]» και συνδέεται με το λιθουαν. <i>šer</i>-<i>ti</i> «[[εκτρέφω]] ζώα», τα αρμ. <i>ser</i> «[[καταγωγή]], [[φυλή]]» και <i>serem</i> «[[γεννώ]]», [[καθώς]] και το λατ. <i>Ceres</i>, όν. της θεάς της βλαστήσεως που ταυτίστηκε με τη [[Δήμητρα]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και τα λατ. <i>creo</i> «[[δημιουργώ]]» και <i>cresco</i> «[[αυξάνω]]», που εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της. Εκτεταμένη / ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας εμφανίζει ίσως το [[κώρα]] «ύβρις» (<b>βλ. λ.</b> [[κορέω]] [ΙΙΙ]). Από το θ. <i>κορ</i>(<i>ε</i>)- του αορ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i> προέκυψε υποχωρητικά το [[κόρος]] (Ι) «[[υπερπλήρωση]]», ενώ το όν. του ιωνικού φύλου <i>Αἰγι</i>-<i>κορ</i>-<i>εῖς</i> πιθ. να εμφανίζει το ίδιο θ. ως β' συνθετικό: «αυτοί που τρέφουν κατσίκες».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κορεατικός]], [[κόρος]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορεστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορεσμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀποκορέννυμι]], [[αποκορέννυμι]], [[ὑπερκορέννυμι]], [[υπερκορέννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτχ.)</b> [[υπερκορεσμένος]], [[υπερκεκορεσμένος]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe