Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λείπω]], Μ και λείβγω)<br /><b>1.</b> δεν [[υπάρχω]], [[ελλείπω]] (α. «από το [[βιβλίο]] λείπουν τα [[πρώτα]] φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ [[τρίχες]]] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ [[μάλιστα]] καὶ πρῶται», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λείπει μὲν οὐδ' ἃ [[πρόσθεν]] εἴδομεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' [[εἶναι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ως απρόσ.) <i>λείπεται</i><br />μένει, απομένει (α. «δεν λείπεται [[τίποτε]] πια να μάς συμβεί» β. «λείπεται δὲ ἐνυπνίων τε πέρι καὶ νόσων καὶ μανίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>λείπομαι</i> και [[λείβομαι]]<br />δεν [[φθάνω]], δεν [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[ελλιπής]] («θα φτειάχναμε το [[γλυκό]], [[αλλά]] μάς λείφτηκε το [[βούτυρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μού λείπει» — μού [[είναι]] πολύ αισθητή η [[στέρηση]] κάποιου προσώπου ή πράγματος και το [[αποζητώ]]<br />β) «του λείπει το [[μυαλό]]» ή «του λείπει ο [[νους]]» ή «του λείπει» ή «του λείπουν» — δεν έχει [[μυαλό]], [[είναι]] [[βλάκας]]<br />γ) «αυτός μάς έλειπε» και «αυτό μάς έλειπε» — λέγεται για ανεπιθύμητο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] που, με την εμφάνισή του, επαυξάνει την προηγούμενη [[ταλαιπωρία]] ή [[δυστυχία]]<br />δ) «λείψε απ' το [[κεφάλι]] μου» — [[παράτα]] με, ξεφορτώσου με<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «λείπει ο [[Μάρτης]] απ' τη Σαρακοστή;» — λέγεται γι' αυτούς που παρευρίσκονται [[παντού]] και [[πάντα]]<br />β) «όταν λείπει η [[γάτα]], χορεύουν τα ποντίκια» — λέγεται γι' αυτούς που ενεργούν άφοβα όση ώρα απουσιάζει [[εκείνος]] που τους ελέγχει<br />γ) «όλα τά 'χε η Μαριορή, ο [[φερετζές]] της έλειπε» — λέγεται γι' αυτούς που ζητούν τα περιττά, ενώ στερούνται τα στοιχειώδη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απουσιάζω]], [[είμαι]] [[απών]], δεν [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]] («[[πάλι]] έλειπε [[χθες]] από το [[γραφείο]]»)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] μου ή από τον [[τόπο]] διαμονής μου («λείπει [[πέντε]] [[χρόνια]] στην Αμερική»)<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]], [[απέχω]] από [[κάτι]] («λείψε από τέτοιους κινδύνους»)<br /><b>4.</b> [[παραμελώ]] («δεν λείπει [[ποτέ]] από τις υποχρεώσεις του»)<br /><b>5.</b> [[υπολείπομαι]] («λείπουν [[ακόμη]] [[τρεις]] μέρες για να πάρω την [[άδεια]]»)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[χρειάζομαι]]<br /><b>7.</b> [[πεθαίνω]] («αν λείψω εγώ, τί θα κάνετε;»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «λίγο έλειψε» — [[παρά]] λίγο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παύω]], [[σταματώ]]<br /><b>2.</b> απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>4.</b> απομακρύνομαι<br /><b>5.</b> παραλείπομαι<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[απόσταση]]) [[απέχω]]<br /><b>7.</b> (η γεν. αρσ. μτχ. ενεστ. και η αιτ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>λείποντος</i> και <i>λεῖπον</i><br />[[εκτός]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λείπω]] εἰς αἰῶνας» — [[πεθαίνω]]<br />β) «[[λείπω]] ἀπὸ τὴν μέσην» — εξαφανίζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]] («[[οἷον]] ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα καλλιγύναικα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αμελώ]], [[παραμελώ]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) έχω [[ανάγκη]] («τῆς σῆς βοηθείας λείπομαι», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> α) [[είμαι]] [[κατώτερος]], [[υπολείπομαι]], [[υστερώ]] (α. «ἢ τὸ ναυτικὸν τὸ ἡμέτερον λείψεσθαι τοῦ ἐκείνων, ἢ καὶ συναμφότερα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι», <b>Ευρ.</b>)<br />β) ελαττώνομαι, [[λιγοστεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] φεύγοντας, [[ιδίως]] πεθαίνοντας [[αφήνω]] [[κληρονομιά]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] ως [[ανάμνηση]] στους απογόνους μου (α. «τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οἰκτίρω]] δέ νιν χήραν παρ' ἐχθροῖς παῑδα τ' ὀρφανὸν λιπεῖν», <b>Σοφ.</b><br />γ. «λιπὼν ἂν εὔκλειαν ἐν δόμοισιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαρνούμαι]] («ἐνταῡθα δὲ φοβηθεὶς ἢ θάνατον ἢ [[ἄλλο]] ὁτιοῦν πρᾶγμα λίποιμι τὴν τάξιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] απείραχτο, άθικτο («τῇ δὲ ὑστεραίᾳ κατακαύσας ὁ Σεύθης τὰς κώμας παντελῶς καὶ οἰκίαν οὐδεμίαν λιπών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μαθ.</b> α) [[είμαι]] λίγο [[μικρότερος]]<br />β) <b>παθ.</b> αφαιρούμαι<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) [[απομένω]] ως επί [[πλέον]] [[κέρδος]] («τριτάτη δ' ἔτι μοῑρα λέλειπται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[μένω]] στη ζωή, [[εξακολουθώ]] να ζω, ενώ οι άλλοι πέθαναν («πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) εγκαταλείπομαι από κάποιον, [[μένω]] [[έρημος]] («καὶ τίς [[βίος]] μοι σοῦ λελειμμένῃ [[φίλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) [[μένω]] [[πίσω]], [[καθυστερώ]]<br />ε) [[είμαι]] [[απών]]<br />στ) [[υστερώ]], [[αποτυγχάνω]] σε μια [[ενέργεια]]<br />ζ) στερούμαι κάποιο [[πράγμα]] («αὐτὴ δ' [[ἄπαις]] ᾖ καὶ λελειμμένη τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οι λειπόμενοι</i><br />οι φτωχοί<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λείπω]] βίον» ή «[[λείπω]] φῶς ἡλίου» — φονεύομαι, [[πεθαίνω]], [[εγκαταλείπω]] τη ζωή<br />β) «λείπομαι [[δορός]]» — διασώζομαι από [[πλήγμα]] δόρατος<br />γ) «λείπομαι βασιλέος» ή «λείπομαι ἀπὸ βασιλέος» — [[εγκαταλείπω]] τις βασιλικές τάξεις, [[λιποτακτώ]]<br />δ) «[[λείπω]] ἐράνους» — [[καθυστερώ]] την [[καταβολή]] εράνων<br />ε) «[[λείπω]] [[δίκην]]» — [[αφήνω]] να χαθεί η [[δίκη]] από δικό μου [[σφάλμα]]<br />στ) «[[λείπω]] μαρτυρίαν» ή «[[λείπω]] ὅρκον» — [[αρνούμαι]] να δώσω τη [[μαρτυρία]] μου ή τον όρκο μου, δεν ορκίζομαι<br />ζ) «[[λείπω]] δασμόν» ή «[[λείπω]] φοράν» — δεν [[πληρώνω]] τους φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λεξιλογική [[οικογένεια]] του ρ. <i>λείπ</i>-<i>ω</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>linqu</i>-<i>o</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>leik</i><sup>w</sup>- «[[αφήνω]], [[καταλείπω]]», της οποίας την απαθή [[βαθμίδα]] εμφανίζει ο ενεστ. τ. [[λείπω]] ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>leihwan</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>l</i><i>ī</i><i>han</i> «[[δανείζω]]», λιθουαν. <i>lieku</i> «[[αφήνω]]» [[καθώς]] και τα παρ. [[λεῖμμα]], [[λεῖψις]], [[λείψανον]]. Στη Μυκηναϊκή απαντά η μτχ. μέσ. ενεστ. με τη [[μορφή]] <i>reqomeno</i> = <i>λειπόμενοι</i>, όπου διασώζεται στη [[γραφή]] η [[δήλωση]] του χειλοϋπερωικού -<i>k</i><sup>w</sup>- ως -<i>q</i>-. Στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>λιπ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>lik</i><sup>w</sup>-) ανάγεται ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λιπ</i>-<i>ον</i> ([[πρβλ]]. αρμεν. <i>e</i>-<i>lik</i>', αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>ri</i>-<i>ca</i>-<i>t</i>)<br />την [[ίδια]] [[βαθμίδα]] εμφανίζει και ο παρλλ. ενεστ. τ. [[λιμπάνω]] (= <i>λι</i>-<i>μ</i>-<i>π</i>-<i>άνω</i>), σχηματισμένος με έρρινο [[ένθημα]] (-<i>μ</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>ν</i>-) και σχηματιστικό [[μόρφημα]] -<i>άνω</i> ([[πρβλ]]. [[λαμβάνω]])<br />ο τ. αυτός συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>rin</i>-<i>ak</i>-<i>ti</i>, λατ. <i>li</i>-<i>n</i>-<i>qu</i>-<i>o</i> «[[λείπω]]», αρχ. πρωσ. <i>po</i>-<i>linka</i> «μένει». Το θ. <i>λιπ</i>- απαντά και ως α' συνθετικό (<i>λιπο</i>-) σε αρκετά [[σύνθετα]] ([[πρβλ]]. [[λιπόσαρκος]], [[λιποθυμῶ]]) και ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. [[ἐλλιπής]], [[ὑπολιπής]]). Την ετεροιωμένη, [[τέλος]], [[βαθμίδα]] εμφανίζουν ο παρακμ. <i>λέ</i>-<i>λοιπ</i>-<i>α</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>ri</i>-<i>rec</i>-<i>a</i>, λατ. <i>l</i><i>ī</i><i>qui</i>, γοτθ. <i>laihw</i>) και το επίθ. [[λοιπός]], το οποίο στη Μυκηναϊκή απαντά σε δύο σύνθ.: <i>opiroqo</i> = <i>επί</i>-<i>λοιπος</i> και <i>periroqo</i> = [[περί]] -<i>λοιπος</i>. Το ρ. [[λείπω]] απαντά ως α' συνθετικό με την προαναφερθείσα [[μορφή]] <i>λιπο</i>-, συχνότατα όμως με τη [[μορφή]] <i>λειψ</i>(<i>ι</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μέλλ. <i>λείψω</i> μέσω του ουσ. [[λεῖψις]]) σε σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] ([[πρβλ]]. [[λειψανδρία]], <i>λειψ</i>-[[υδρία]]). Σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων εμφανίζεται και η [[μορφή]] [[λειπο]]- ([[πρβλ]]. [[λειπο]]-[[γνώμων]]). Οι τ., [[τέλος]], [[λείβομαι]] και <i>λείβγω</i> [[είναι]] διαλεκτικοί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>λείμμα</i>, [[λειψάδα]], [[λείψανο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λείψις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λειπτός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λείψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με α' συνθετικό <i>λειπ</i>(<i>ο</i>)-, <i>λειψ</i>(<i>ι</i>)-, <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)<br /><b>βλ.</b> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) [[απολείπω]], [[διαλείπω]], [[εγκαταλείπω]], [[εκλείπω]], [[ελλείπω]], [[επιλείπω]], [[καταλείπω]], [[παραλείπω]], [[προσκαταλείπω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιλείπω</i>, <i>ανθυπολείπω</i>, [[αντικαταλείπω]], [[αποπρολείπω]], <i>αυτολείπω</i>, [[εκπρολείπω]], [[εναπολείπω]], <i>επιδιαλείπω</i>, [[επικαταλείπω]], [[καταπρολείπω]], [[παρακαταλείπω]], [[παρεκλείπω]], [[περικαταλείπω]], [[προαπολείπω]], [[προεκλείπω]], [[προκαταλείπω]], [[προλείπω]], [[προσελλείπω]], [[προσλείπω]], [[συναπολείπω]], [[συγκαταλείπω]], [[συνεκλείπω]], [[συνεπιλείπω]], <i>υπαπολείπω</i>, [[υπεκλείπω]], [[υποδιαλείπω]], [[υποκαταλείπω]], [[υπολείπω]]].
|mltxt=(AM [[λείπω]], Μ και λείβγω)<br /><b>1.</b> δεν [[υπάρχω]], [[ελλείπω]] (α. «από το [[βιβλίο]] λείπουν τα [[πρώτα]] φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ [[τρίχες]]] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ [[μάλιστα]] καὶ πρῶται», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λείπει μὲν οὐδ' ἃ [[πρόσθεν]] εἴδομεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' [[εἶναι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ως απρόσ.) <i>λείπεται</i><br />μένει, απομένει (α. «δεν λείπεται [[τίποτε]] πια να μάς συμβεί» β. «λείπεται δὲ ἐνυπνίων τε πέρι καὶ νόσων καὶ μανίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>λείπομαι</i> και [[λείβομαι]]<br />δεν [[φθάνω]], δεν [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[ελλιπής]] («θα φτειάχναμε το [[γλυκό]], [[αλλά]] μάς λείφτηκε το [[βούτυρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μού λείπει» — μού [[είναι]] πολύ αισθητή η [[στέρηση]] κάποιου προσώπου ή πράγματος και το [[αποζητώ]]<br />β) «του λείπει το [[μυαλό]]» ή «του λείπει ο [[νους]]» ή «του λείπει» ή «του λείπουν» — δεν έχει [[μυαλό]], [[είναι]] [[βλάκας]]<br />γ) «αυτός μάς έλειπε» και «αυτό μάς έλειπε» — λέγεται για ανεπιθύμητο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] που, με την εμφάνισή του, επαυξάνει την προηγούμενη [[ταλαιπωρία]] ή [[δυστυχία]]<br />δ) «λείψε απ' το [[κεφάλι]] μου» — [[παράτα]] με, ξεφορτώσου με<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «λείπει ο [[Μάρτης]] απ' τη Σαρακοστή;» — λέγεται γι' αυτούς που παρευρίσκονται [[παντού]] και [[πάντα]]<br />β) «όταν λείπει η [[γάτα]], χορεύουν τα ποντίκια» — λέγεται γι' αυτούς που ενεργούν άφοβα όση ώρα απουσιάζει [[εκείνος]] που τους ελέγχει<br />γ) «όλα τά 'χε η Μαριορή, ο [[φερετζές]] της έλειπε» — λέγεται γι' αυτούς που ζητούν τα περιττά, ενώ στερούνται τα στοιχειώδη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απουσιάζω]], [[είμαι]] [[απών]], δεν [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]] («[[πάλι]] έλειπε [[χθες]] από το [[γραφείο]]»)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] μου ή από τον [[τόπο]] διαμονής μου («λείπει [[πέντε]] [[χρόνια]] στην Αμερική»)<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]], [[απέχω]] από [[κάτι]] («λείψε από τέτοιους κινδύνους»)<br /><b>4.</b> [[παραμελώ]] («δεν λείπει [[ποτέ]] από τις υποχρεώσεις του»)<br /><b>5.</b> [[υπολείπομαι]] («λείπουν [[ακόμη]] [[τρεις]] μέρες για να πάρω την [[άδεια]]»)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[χρειάζομαι]]<br /><b>7.</b> [[πεθαίνω]] («αν λείψω εγώ, τί θα κάνετε;»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «λίγο έλειψε» — [[παρά]] λίγο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παύω]], [[σταματώ]]<br /><b>2.</b> απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>4.</b> απομακρύνομαι<br /><b>5.</b> παραλείπομαι<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[απόσταση]]) [[απέχω]]<br /><b>7.</b> (η γεν. αρσ. μτχ. ενεστ. και η αιτ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) <i>λείποντος</i> και <i>λεῖπον</i><br />[[εκτός]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λείπω]] εἰς αἰῶνας» — [[πεθαίνω]]<br />β) «[[λείπω]] ἀπὸ τὴν μέσην» — εξαφανίζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]] («[[οἷον]] ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα καλλιγύναικα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αμελώ]], [[παραμελώ]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) έχω [[ανάγκη]] («τῆς σῆς βοηθείας λείπομαι», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> α) [[είμαι]] [[κατώτερος]], [[υπολείπομαι]], [[υστερώ]] (α. «ἢ τὸ ναυτικὸν τὸ ἡμέτερον λείψεσθαι τοῦ ἐκείνων, ἢ καὶ συναμφότερα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι», <b>Ευρ.</b>)<br />β) ελαττώνομαι, [[λιγοστεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] φεύγοντας, [[ιδίως]] πεθαίνοντας [[αφήνω]] [[κληρονομιά]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] ως [[ανάμνηση]] στους απογόνους μου (α. «τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οἰκτίρω]] δέ νιν χήραν παρ' ἐχθροῖς παῑδα τ' ὀρφανὸν λιπεῖν», <b>Σοφ.</b><br />γ. «λιπὼν ἂν εὔκλειαν ἐν δόμοισιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαρνούμαι]] («ἐνταῡθα δὲ φοβηθεὶς ἢ θάνατον ἢ [[ἄλλο]] ὁτιοῦν πρᾶγμα λίποιμι τὴν τάξιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] απείραχτο, άθικτο («τῇ δὲ ὑστεραίᾳ κατακαύσας ὁ Σεύθης τὰς κώμας παντελῶς καὶ οἰκίαν οὐδεμίαν λιπών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μαθ.</b> α) [[είμαι]] λίγο [[μικρότερος]]<br />β) <b>παθ.</b> αφαιρούμαι<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) [[απομένω]] ως επί [[πλέον]] [[κέρδος]] («τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[μένω]] στη ζωή, [[εξακολουθώ]] να ζω, ενώ οι άλλοι πέθαναν («πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) εγκαταλείπομαι από κάποιον, [[μένω]] [[έρημος]] («καὶ τίς [[βίος]] μοι σοῦ λελειμμένῃ [[φίλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) [[μένω]] [[πίσω]], [[καθυστερώ]]<br />ε) [[είμαι]] [[απών]]<br />στ) [[υστερώ]], [[αποτυγχάνω]] σε μια [[ενέργεια]]<br />ζ) στερούμαι κάποιο [[πράγμα]] («αὐτὴ δ' [[ἄπαις]] ᾖ καὶ λελειμμένη τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οι λειπόμενοι</i><br />οι φτωχοί<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λείπω]] βίον» ή «[[λείπω]] φῶς ἡλίου» — φονεύομαι, [[πεθαίνω]], [[εγκαταλείπω]] τη ζωή<br />β) «λείπομαι [[δορός]]» — διασώζομαι από [[πλήγμα]] δόρατος<br />γ) «λείπομαι βασιλέος» ή «λείπομαι ἀπὸ βασιλέος» — [[εγκαταλείπω]] τις βασιλικές τάξεις, [[λιποτακτώ]]<br />δ) «[[λείπω]] ἐράνους» — [[καθυστερώ]] την [[καταβολή]] εράνων<br />ε) «[[λείπω]] [[δίκην]]» — [[αφήνω]] να χαθεί η [[δίκη]] από δικό μου [[σφάλμα]]<br />στ) «[[λείπω]] μαρτυρίαν» ή «[[λείπω]] ὅρκον» — [[αρνούμαι]] να δώσω τη [[μαρτυρία]] μου ή τον όρκο μου, δεν ορκίζομαι<br />ζ) «[[λείπω]] δασμόν» ή «[[λείπω]] φοράν» — δεν [[πληρώνω]] τους φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λεξιλογική [[οικογένεια]] του ρ. <i>λείπ</i>-<i>ω</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>linqu</i>-<i>o</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>leik</i><sup>w</sup>- «[[αφήνω]], [[καταλείπω]]», της οποίας την απαθή [[βαθμίδα]] εμφανίζει ο ενεστ. τ. [[λείπω]] ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>leihwan</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>l</i><i>ī</i><i>han</i> «[[δανείζω]]», λιθουαν. <i>lieku</i> «[[αφήνω]]» [[καθώς]] και τα παρ. [[λεῖμμα]], [[λεῖψις]], [[λείψανον]]. Στη Μυκηναϊκή απαντά η μτχ. μέσ. ενεστ. με τη [[μορφή]] <i>reqomeno</i> = <i>λειπόμενοι</i>, όπου διασώζεται στη [[γραφή]] η [[δήλωση]] του χειλοϋπερωικού -<i>k</i><sup>w</sup>- ως -<i>q</i>-. Στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>λιπ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>lik</i><sup>w</sup>-) ανάγεται ο αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λιπ</i>-<i>ον</i> ([[πρβλ]]. αρμεν. <i>e</i>-<i>lik</i>', αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>ri</i>-<i>ca</i>-<i>t</i>)<br />την [[ίδια]] [[βαθμίδα]] εμφανίζει και ο παρλλ. ενεστ. τ. [[λιμπάνω]] (= <i>λι</i>-<i>μ</i>-<i>π</i>-<i>άνω</i>), σχηματισμένος με έρρινο [[ένθημα]] (-<i>μ</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>ν</i>-) και σχηματιστικό [[μόρφημα]] -<i>άνω</i> ([[πρβλ]]. [[λαμβάνω]])<br />ο τ. αυτός συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>rin</i>-<i>ak</i>-<i>ti</i>, λατ. <i>li</i>-<i>n</i>-<i>qu</i>-<i>o</i> «[[λείπω]]», αρχ. πρωσ. <i>po</i>-<i>linka</i> «μένει». Το θ. <i>λιπ</i>- απαντά και ως α' συνθετικό (<i>λιπο</i>-) σε αρκετά [[σύνθετα]] ([[πρβλ]]. [[λιπόσαρκος]], [[λιποθυμῶ]]) και ως β' συνθετικό ([[πρβλ]]. [[ἐλλιπής]], [[ὑπολιπής]]). Την ετεροιωμένη, [[τέλος]], [[βαθμίδα]] εμφανίζουν ο παρακμ. <i>λέ</i>-<i>λοιπ</i>-<i>α</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>ri</i>-<i>rec</i>-<i>a</i>, λατ. <i>l</i><i>ī</i><i>qui</i>, γοτθ. <i>laihw</i>) και το επίθ. [[λοιπός]], το οποίο στη Μυκηναϊκή απαντά σε δύο σύνθ.: <i>opiroqo</i> = <i>επί</i>-<i>λοιπος</i> και <i>periroqo</i> = [[περί]] -<i>λοιπος</i>. Το ρ. [[λείπω]] απαντά ως α' συνθετικό με την προαναφερθείσα [[μορφή]] <i>λιπο</i>-, συχνότατα όμως με τη [[μορφή]] <i>λειψ</i>(<i>ι</i>)- (<span style="color: red;"><</span> μέλλ. <i>λείψω</i> μέσω του ουσ. [[λεῖψις]]) σε σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] ([[πρβλ]]. [[λειψανδρία]], <i>λειψ</i>-[[υδρία]]). Σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων εμφανίζεται και η [[μορφή]] [[λειπο]]- ([[πρβλ]]. [[λειπο]]-[[γνώμων]]). Οι τ., [[τέλος]], [[λείβομαι]] και <i>λείβγω</i> [[είναι]] διαλεκτικοί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>λείμμα</i>, [[λειψάδα]], [[λείψανο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λείψις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λειπτός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λείψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με α' συνθετικό <i>λειπ</i>(<i>ο</i>)-, <i>λειψ</i>(<i>ι</i>)-, <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)<br /><b>βλ.</b> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) [[απολείπω]], [[διαλείπω]], [[εγκαταλείπω]], [[εκλείπω]], [[ελλείπω]], [[επιλείπω]], [[καταλείπω]], [[παραλείπω]], [[προσκαταλείπω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιλείπω</i>, <i>ανθυπολείπω</i>, [[αντικαταλείπω]], [[αποπρολείπω]], <i>αυτολείπω</i>, [[εκπρολείπω]], [[εναπολείπω]], <i>επιδιαλείπω</i>, [[επικαταλείπω]], [[καταπρολείπω]], [[παρακαταλείπω]], [[παρεκλείπω]], [[περικαταλείπω]], [[προαπολείπω]], [[προεκλείπω]], [[προκαταλείπω]], [[προλείπω]], [[προσελλείπω]], [[προσλείπω]], [[συναπολείπω]], [[συγκαταλείπω]], [[συνεκλείπω]], [[συνεπιλείπω]], <i>υπαπολείπω</i>, [[υπεκλείπω]], [[υποδιαλείπω]], [[υποκαταλείπω]], [[υπολείπω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm