Anonymous

λόφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λόφος]])<br /><b>1.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]], [[συνήθως]] ίππου, που κοσμούσε την [[περικεφαλαία]] τών αρχαίων στρατιωτών ή κοσμεί [[σήμερα]] τα πηλήκια ορισμένων στολών, το [[λοφίο]] («ρῆξαι δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ύψωμα της επιφάνειας της ξηράς, χαμηλότερο του όρους, ύψους [[κάτω]] από 300 [[μέτρα]] (α. «[[λόφος]] του Φιλοπάππου» β. «ἐπὶ λόφον τινὰ οὐχ ὑψηλὸν καὶ ἔχοντα ποταμοὺς πολλοὺς [[ἄνωθεν]] ἐκ της Ἴδης ὡρμημένης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λόφος]] κυμάτων» — [[φουσκοθαλασσιά]]<br />β) «Χῑος [[λόφος]]» — [[είδος]] κουρέματος [[κατά]] το οποίο κούρευαν το μεσαίο [[κομμάτι]] τών τριχών του κεφαλιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τράχηλος]] υποζυγίου<br /><b>2.</b> (για ίππο) η [[χαίτη]] («πολὺς δ' ἀνεκήκιεν ἱδρὼς ἵππων ἐκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοια χαμᾱζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) το [[πίσω]] [[μέρος]] του αυχένα, ο [[σβέρκος]]<br /><b>4.</b> (για [[πτηνό]]) το [[λοφίο]]<br /><b>5.</b> (για τον πετεινό) το [[λειρί]]<br /><b>6.</b> [[πλέγμα]] από [[τρίχες]] του κεφαλιού, [[κοτσίδα]], [[πλεξίδα]]<br /><b>7.</b> (για μεγάλα ψάρια) η [[λοφιά]], το [[πτερύγιο]] της ράχης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχω» — [[είμαι]] υποταγμένος<br />β) «λόφον ὑακινθινοβαφῆ» — η περσική [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εφόσον, [[κατά]] τον Ηρόδοτο, ο [[θύσανος]] από [[τρίχες]] που κοσμούσε την [[περικεφαλαία]] θεωρούνταν [[καρική]] [[επινόηση]], η λ. [[λόφος]] με τη σημ. αυτή [[είναι]] πιθ. καρικό [[δάνειο]], ενώ δεν απέχει πολύ από τη σημ. «[[αυχένας]], [[σβέρκος]]», από την οποία προήλθαν πιθ. οι σημασίες «[[χαίτη]], [[λοφίο]], [[λόφος]]». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τοχαρ. A' <i>lap</i> «[[κεφάλι]]», αρχ. σλαβ. <i>lŭbŭ</i> «[[κρανίο]]» — η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσκολίες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λοφίας]], [[λοφίδιο]](<i>ν</i>), [[λοφώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοφαδίας]], [[λοφείον]], [[λοφίζω]], [[λοφιήτης]], [[λόφιον]], [[λοφόεις]], [[λοφούμαι]], [[λοφώ]], [[λόφωσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοφίσκος]], [[λοφίτης]], [[λοφωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λοφοποιός]], [[λοφοπωλώ]], [[λοφορρώγα]], [[λόφουρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λοφοδρόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοφοπλαγιά]], [[λοφοσειρά]]. (Β' συνθετικό) [[ακρόλοφος]], <i>γεωλόφος</i>, [[γήλοφος]], [[δίλοφος]], [[επτάλοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αερσίλοφος]], [[αιπύλοφος]], <i>άλλοφος</i>, [[αμφίλοφος]], <i>αργέλοφος</i>, <i>αργίλοφος</i>, <i>γεύλοφος</i>, <i>δανήλοφος</i>, [[δοχμόλοφος]], [[δύσλοφος]], [[εύλοφος]], [[ιππόλοφος]], [[λευκόλοφος]], [[ξανθόλοφος]], [[περισσόλοφος]], [[πυρσόλοφος]], [[σεισόλοφος]], [[τανήλοφος]], [[τρίλοφος]], [[υπέρλοφος]], [[υψηλόλοφος]], [[υψίλοφος]], [[φοινικόλοφος]], <i>φριξόλοφος</i>, [[χαλκόλοφος]], [[χρυσόλοφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άλοφος]], [[αμμόλοφος]], [[πολύλοφος]], <i>ταφόλοφος</i>].
|mltxt=ο (AM [[λόφος]])<br /><b>1.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]], [[συνήθως]] ίππου, που κοσμούσε την [[περικεφαλαία]] τών αρχαίων στρατιωτών ή κοσμεί [[σήμερα]] τα πηλήκια ορισμένων στολών, το [[λοφίο]] («ρῆξαι δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ύψωμα της επιφάνειας της ξηράς, χαμηλότερο του όρους, ύψους [[κάτω]] από 300 [[μέτρα]] (α. «[[λόφος]] του Φιλοπάππου» β. «ἐπὶ λόφον τινὰ οὐχ ὑψηλὸν καὶ ἔχοντα ποταμοὺς πολλοὺς [[ἄνωθεν]] ἐκ της Ἴδης ὡρμημένης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λόφος]] κυμάτων» — [[φουσκοθαλασσιά]]<br />β) «Χῖος [[λόφος]]» — [[είδος]] κουρέματος [[κατά]] το οποίο κούρευαν το μεσαίο [[κομμάτι]] τών τριχών του κεφαλιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τράχηλος]] υποζυγίου<br /><b>2.</b> (για ίππο) η [[χαίτη]] («πολὺς δ' ἀνεκήκιεν ἱδρὼς ἵππων ἐκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοια χαμᾱζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) το [[πίσω]] [[μέρος]] του αυχένα, ο [[σβέρκος]]<br /><b>4.</b> (για [[πτηνό]]) το [[λοφίο]]<br /><b>5.</b> (για τον πετεινό) το [[λειρί]]<br /><b>6.</b> [[πλέγμα]] από [[τρίχες]] του κεφαλιού, [[κοτσίδα]], [[πλεξίδα]]<br /><b>7.</b> (για μεγάλα ψάρια) η [[λοφιά]], το [[πτερύγιο]] της ράχης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχω» — [[είμαι]] υποταγμένος<br />β) «λόφον ὑακινθινοβαφῆ» — η περσική [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εφόσον, [[κατά]] τον Ηρόδοτο, ο [[θύσανος]] από [[τρίχες]] που κοσμούσε την [[περικεφαλαία]] θεωρούνταν [[καρική]] [[επινόηση]], η λ. [[λόφος]] με τη σημ. αυτή [[είναι]] πιθ. καρικό [[δάνειο]], ενώ δεν απέχει πολύ από τη σημ. «[[αυχένας]], [[σβέρκος]]», από την οποία προήλθαν πιθ. οι σημασίες «[[χαίτη]], [[λοφίο]], [[λόφος]]». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τοχαρ. A' <i>lap</i> «[[κεφάλι]]», αρχ. σλαβ. <i>lŭbŭ</i> «[[κρανίο]]» — η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσκολίες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λοφίας]], [[λοφίδιο]](<i>ν</i>), [[λοφώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοφαδίας]], [[λοφείον]], [[λοφίζω]], [[λοφιήτης]], [[λόφιον]], [[λοφόεις]], [[λοφούμαι]], [[λοφώ]], [[λόφωσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοφίσκος]], [[λοφίτης]], [[λοφωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λοφοποιός]], [[λοφοπωλώ]], [[λοφορρώγα]], [[λόφουρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λοφοδρόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοφοπλαγιά]], [[λοφοσειρά]]. (Β' συνθετικό) [[ακρόλοφος]], <i>γεωλόφος</i>, [[γήλοφος]], [[δίλοφος]], [[επτάλοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αερσίλοφος]], [[αιπύλοφος]], <i>άλλοφος</i>, [[αμφίλοφος]], <i>αργέλοφος</i>, <i>αργίλοφος</i>, <i>γεύλοφος</i>, <i>δανήλοφος</i>, [[δοχμόλοφος]], [[δύσλοφος]], [[εύλοφος]], [[ιππόλοφος]], [[λευκόλοφος]], [[ξανθόλοφος]], [[περισσόλοφος]], [[πυρσόλοφος]], [[σεισόλοφος]], [[τανήλοφος]], [[τρίλοφος]], [[υπέρλοφος]], [[υψηλόλοφος]], [[υψίλοφος]], [[φοινικόλοφος]], <i>φριξόλοφος</i>, [[χαλκόλοφος]], [[χρυσόλοφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άλοφος]], [[αμμόλοφος]], [[πολύλοφος]], <i>ταφόλοφος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm