Anonymous

μεσίτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, θηλ. [[μεσίτρια]] και μεσίτρα (ΑM [[μεσίτης]], Α θηλ. μεσῑτις, -ιδος, Μ θηλ. [[μεσίτρια]] και μεσίτρα και μεσίτισσα)<br />αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί [[μεταξύ]] δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη [[σύναψη]] συμφωνίας ή τη [[συμφιλίωση]] («διαταγεὶς δι' ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επαγγελματίας]] ο [[οποίος]] διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες, μισθώσεις ή συνοικέσια («[[μεσίτης]] κτημάτων»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προξενητής]]<br /><b>2.</b> [[απεσταλμένος]], [[μαντατοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βοηθός]] δικαστή<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[μέσο]] ή ο [[τρόπος]] για να επιτύχει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αρωγός]], [[προστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεσεγγυητής]]<br /><b>2.</b> [[θεματοφύλακας]]<br /><b>3.</b> (για [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος) αυτός που κατέχει τη μεσαία [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πορφυρίτης]], [[χρυσίτης]])].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] γερανόμορφων πτηνών της οικογένειας mesitornithidae.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, θηλ. [[μεσίτρια]] και μεσίτρα (ΑM [[μεσίτης]], Α θηλ. μεσῖτις, -ιδος, Μ θηλ. [[μεσίτρια]] και μεσίτρα και μεσίτισσα)<br />αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί [[μεταξύ]] δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη [[σύναψη]] συμφωνίας ή τη [[συμφιλίωση]] («διαταγεὶς δι' ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επαγγελματίας]] ο [[οποίος]] διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες, μισθώσεις ή συνοικέσια («[[μεσίτης]] κτημάτων»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προξενητής]]<br /><b>2.</b> [[απεσταλμένος]], [[μαντατοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βοηθός]] δικαστή<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[μέσο]] ή ο [[τρόπος]] για να επιτύχει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αρωγός]], [[προστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεσεγγυητής]]<br /><b>2.</b> [[θεματοφύλακας]]<br /><b>3.</b> (για [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος) αυτός που κατέχει τη μεσαία [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πορφυρίτης]], [[χρυσίτης]])].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] γερανόμορφων πτηνών της οικογένειας mesitornithidae.
}}
}}
{{lsm
{{lsm