Anonymous

κνιψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 February 2024
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνίψ]], -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[σκνίπα]] («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' [[ἄττα]], <i>κνῖπες</i>, οἵ, [[ὅταν]] ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[μυρμήγκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>οἱ κνῑπες</i><br />α) καταφαγωμένα μάτια<br />β) ζωύφια που τρώνε το [[ξύλο]] («κνῑπες<br />ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει [[μάλλον]] στην [[ίδια]] [[μεγάλη]] [[οικογένεια]] με τα [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνύω]], [[κνίδη]], [[κνῖσα]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «[[τσιμπώ]]», όπως [[είναι]] τα λεττον. <i>kniebt</i>, <i>knipet</i> και το μσν. ολλ. <i>nipen</i>. Έχει [[ωστόσο]] διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι αποτελεί [[δάνειο]] αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η [[λαιμαργία]] του εντόμου έδωσε στο [[κνιπός]] τη σημ. «[[πλεονέκτης]], [[φιλάργυρος]], τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν <i>κνῖπες</i> και η φλόγωσή τους [[κνιπότης]]. Τέλος, η φωνητική [[ομοιότητα]] με τα [[κνέφας]], [[κνεφαίος]] έδωσαν τη σημ. «[[σκοτεινός]]» στα [[σκνιφαίος]], <i>σκνιφόν</i>. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[κνίπειος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνιπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνιπολόγος]].
|mltxt=[[κνίψ]], -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[σκνίπα]] («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' [[ἄττα]], <i>κνῖπες</i>, οἵ, [[ὅταν]] ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[μυρμήγκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>οἱ κνῑπες</i><br />α) καταφαγωμένα μάτια<br />β) ζωύφια που τρώνε το [[ξύλο]] («κνῖπες<br />ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει [[μάλλον]] στην [[ίδια]] [[μεγάλη]] [[οικογένεια]] με τα [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνύω]], [[κνίδη]], [[κνῖσα]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «[[τσιμπώ]]», όπως [[είναι]] τα λεττον. <i>kniebt</i>, <i>knipet</i> και το μσν. ολλ. <i>nipen</i>. Έχει [[ωστόσο]] διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι αποτελεί [[δάνειο]] αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η [[λαιμαργία]] του εντόμου έδωσε στο [[κνιπός]] τη σημ. «[[πλεονέκτης]], [[φιλάργυρος]], τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν <i>κνῖπες</i> και η φλόγωσή τους [[κνιπότης]]. Τέλος, η φωνητική [[ομοιότητα]] με τα [[κνέφας]], [[κνεφαίος]] έδωσαν τη σημ. «[[σκοτεινός]]» στα [[σκνιφαίος]], <i>σκνιφόν</i>. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[κνίπειος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνιπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνιπολόγος]].
}}
}}