Anonymous

μεθίστημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μεθίστημι]] και [[μεθιστάνω]] και μεθιστῶ)<br />(το μέσ.) [[μεθίσταμαι]]<br /><b>1.</b> μετακινούμαι σε [[άλλο]] [[σημείο]], μεταφέρομαι<br /><b>2.</b> [[μεταβαίνω]] σε [[άλλη]] [[παράταξη]], [[αποστατώ]], [[αποσκιρτώ]], [[αυτομολώ]], [[μεταπηδώ]] («τελικά μετέστη στο αντίπαλο [[κόμμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μετέστη εις τας αιωνίους [[μονάς]]» — υπέκυψε στο μοιραίο, απεβίωσε, πέθανε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] με [[άλλο]] τρόπο, [[αλλάζω]] τη [[θέση]] ενός πράγματος, [[αντικαθιστώ]] («μετέστησε τὰ [[νόμιμα]] [[πάντα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]] («καὶ οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετακινώ]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], [[μετατοπίζω]], [[μεταθέτω]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[απαλλάσσω]], [[ελευθερώνω]] («καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι [[προς]] το καλύτερο ή [[προς]] το χειρότερο («τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[απομακρύνω]] κάποιον από [[κοντά]] μου («μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῑσον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[διώχνω]] [[μακριά]], [[εκβάλλω]], [[εξορίζω]]<br />γ) απομακρύνομαι, αποσύρομαι, [[αποχωρώ]]<br />δ) [[σταματώ]], [[καταπαύω]] («θέλξειν μ' ἔοικας και [[μεθίσταμαι]] κότου», <b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) μεταφέρομαι, [[πηγαίνω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεθίσταμαι]] τοῦ βίου» — [[πεθαίνω]]<br />β) «[[μεθίσταμαι]] φρενῶν» — [[παραφρονώ]], τρελαίνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστημι]].
|mltxt=(Α [[μεθίστημι]] και [[μεθιστάνω]] και μεθιστῶ)<br />(το μέσ.) [[μεθίσταμαι]]<br /><b>1.</b> μετακινούμαι σε [[άλλο]] [[σημείο]], μεταφέρομαι<br /><b>2.</b> [[μεταβαίνω]] σε [[άλλη]] [[παράταξη]], [[αποστατώ]], [[αποσκιρτώ]], [[αυτομολώ]], [[μεταπηδώ]] («τελικά μετέστη στο αντίπαλο [[κόμμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μετέστη εις τας αιωνίους [[μονάς]]» — υπέκυψε στο μοιραίο, απεβίωσε, πέθανε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] με [[άλλο]] τρόπο, [[αλλάζω]] τη [[θέση]] ενός πράγματος, [[αντικαθιστώ]] («μετέστησε τὰ [[νόμιμα]] [[πάντα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]] («καὶ οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετακινώ]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], [[μετατοπίζω]], [[μεταθέτω]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[απαλλάσσω]], [[ελευθερώνω]] («καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι [[προς]] το καλύτερο ή [[προς]] το χειρότερο («τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[απομακρύνω]] κάποιον από [[κοντά]] μου («μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῖσον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[διώχνω]] [[μακριά]], [[εκβάλλω]], [[εξορίζω]]<br />γ) απομακρύνομαι, αποσύρομαι, [[αποχωρώ]]<br />δ) [[σταματώ]], [[καταπαύω]] («θέλξειν μ' ἔοικας και [[μεθίσταμαι]] κότου», <b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) μεταφέρομαι, [[πηγαίνω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεθίσταμαι]] τοῦ βίου» — [[πεθαίνω]]<br />β) «[[μεθίσταμαι]] φρενῶν» — [[παραφρονώ]], τρελαίνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστημι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm