Anonymous

λοῖσθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />λοῑσθος, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], ύστατος, [[λοίσθιος]] («[[θάνατος]] λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>λοιhισ</i>-<i>θFoς</i>, σύνθ. [[λέξη]] της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. <i>lais</i>-<i>iz</i> «λιγότερος» και με το αγγλ. <i>less</i> «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα <i>θέω</i> «[[τρέχω]]», [[θοός]] «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν [[επομένως]] «[[εκείνος]] που τρέχει λιγότερο [[γρήγορα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοισθήιος]], [[λοίσθημα]], [[λοίσθων]], [[λοισθώνη]]].<br /> <b>(II)</b><br />λοῑσθος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκός]], [[δοκάρι]]<br /><b>2.</b> [[κεραία]] ή [[ιστός]] («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῑσθον ἀρεῖται [[δόρυ]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το [[λοίσθος]] (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει [[κανείς]] σώματα)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />λοῑσθος, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], ύστατος, [[λοίσθιος]] («[[θάνατος]] λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>λοιhισ</i>-<i>θFoς</i>, σύνθ. [[λέξη]] της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. <i>lais</i>-<i>iz</i> «λιγότερος» και με το αγγλ. <i>less</i> «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα <i>θέω</i> «[[τρέχω]]», [[θοός]] «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν [[επομένως]] «[[εκείνος]] που τρέχει λιγότερο [[γρήγορα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοισθήιος]], [[λοίσθημα]], [[λοίσθων]], [[λοισθώνη]]].<br /> <b>(II)</b><br />λοῑσθος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκός]], [[δοκάρι]]<br /><b>2.</b> [[κεραία]] ή [[ιστός]] («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῖσθον ἀρεῖται [[δόρυ]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το [[λοίσθος]] (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει [[κανείς]] σώματα)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm