3,277,119
edits
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[Σφίγξ]], -ιγγός, ΝΜΑ, και Σφίξ, -ικός, και βοιωτ. τ. | |mltxt=η / [[Σφίγξ]], -ιγγός, ΝΜΑ, και Σφίξ, -ικός, και βοιωτ. τ. Φῖξ, φικός, Α<br /><b>1.</b> μυθολογικό [[τέρας]] τών αρχαίων Ελλήνων και τών Αιγυπτίων το οποίο παριστάνεται [[συνήθως]] με [[πρόσωπο]] και [[στήθος]] γυναίκας, [[σώμα]] λιονταριού, φτερά όρνιθας και [[ουρά]] φιδιού<br /><b>2.</b> [[ομοίωμα]] ή [[παράσταση]] [[αυτού]] του τέρατος<br /><b>3.</b> (ως προσηγορικό) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλά με αινιγματικό τρόπο, αυτός που αποκρύπτει τη [[σκέψη]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άρπαγας]], [[άπληστος]]<br /><b>2.</b> [[πόρνη]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πιθήκου της Αιθιοπίας («σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι», <b>Αρτεμίδ. Ταρσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[Σφίγξ]], -<i>ιγγός</i> έχει συνδεθεί [[μάλλον]] παρετυμολογικά με το ρ. [[σφίγγω]], λόγω της φωνολογικής ομοιότητας τών τ. Πιθανότερο, [[ωστόσο]], [[είναι]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., αιγυπτιακής προέλευσης, [[αρχικός]] τ. της οποίας θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο <i>Σφίξ</i>, -<i>ικός</i> ή ο <i>Φῖξ</i>, -<i>ικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Φίκιον όρος</i>)]. | ||
}} | }} |