3,277,218
edits
m (Text replacement - ",;" to ";") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[νήπιος]], -ία, -ον, Α και [[νήπιος]], -ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, -ον, Μ ουδ. και νήφιο)<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[νήπιο]](<i>ν</i>)<br />α) [[παιδί]] νηπιακής ηλικίας<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> πολύ [[νεαρός]], [[ανήλικος]]<br />γ) <b>μτφ.</b> [[άμυαλος]], [[ανώριμος]] («[[νήπιος]], οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) α) [[άπειρος]] σε [[κάτι]] [[αμαθής]]<br />β) [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) το [[σύνολο]] τών μικρών παιδιών μιας οικογένειας ή ομάδας<br />β) το [[σύνολο]] τών μελών μιας οικογένειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λόγια]]) [[μωρός]], [[ανόητος]] («νήπια βάζεις», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασθενικός]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν προνοεί για το [[μέλλον]]<br /><b>4.</b> αυτός που εισέρχεται για πρώτη [[φορά]] στα μυστήρια της χριστιανικής ζωής<br /><b>5.</b> [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «νήπια [[τέκνα]]» ή [[απλώς]] «νήπια»<br />i) τα νεογνά τών ζώων («[[ἔνθα]] δ' [[ἔσαν]] | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[νήπιος]], -ία, -ον, Α και [[νήπιος]], -ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, -ον, Μ ουδ. και νήφιο)<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[νήπιο]](<i>ν</i>)<br />α) [[παιδί]] νηπιακής ηλικίας<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> πολύ [[νεαρός]], [[ανήλικος]]<br />γ) <b>μτφ.</b> [[άμυαλος]], [[ανώριμος]] («[[νήπιος]], οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) α) [[άπειρος]] σε [[κάτι]] [[αμαθής]]<br />β) [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) το [[σύνολο]] τών μικρών παιδιών μιας οικογένειας ή ομάδας<br />β) το [[σύνολο]] τών μελών μιας οικογένειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λόγια]]) [[μωρός]], [[ανόητος]] («νήπια βάζεις», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασθενικός]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν προνοεί για το [[μέλλον]]<br /><b>4.</b> αυτός που εισέρχεται για πρώτη [[φορά]] στα μυστήρια της χριστιανικής ζωής<br /><b>5.</b> [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «νήπια [[τέκνα]]» ή [[απλώς]] «νήπια»<br />i) τα νεογνά τών ζώων («[[ἔνθα]] δ' [[ἔσαν]] στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια [[τέκνα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ii) (για φυτά) νέο [[βλάστημα]], νέα [[φύτρα]]<br />β) «εκ νηπίου» ή «εκ νηπίων» — από τη νηπιακή [[ηλικία]]<br />γ) «αἱ τῶν νηπίων ἐκλάμψεις» — η πρόωρη [[ανάπτυξη]] τών παιδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> (<i>F</i>)[[ἔπος]] «[[λόγος]]» δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, [[καθώς]] μία τέτοια ετυμολ. της λ. θα προϋπέθετε τη σημ. «αυτός που δεν ξέρει να μιλήσει», που παραδίδεται μόνο από τον Ησύχιο: «<i>νηπύτιον</i><br /><i>νήπιον</i>, <i>ἄφωνον</i>». Επίσης, η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[ἠπύω]] «[[φωνάζω]], [[προσκαλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[νηπύτιος]]) δεν φαίνεται πειστική, [[καθώς]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες σχετικές με την [[ικανότητα]] του παιδιού να μιλήσει ή να φωνάξει [[κατά]] τη νηπιακή [[ηλικία]]. Εξίσου αβέβαιες θεωρούνται η [[σύνδεση]] της λ. με τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο Ησύχιος «[[ἀνηπελίη]]<br />[[ἀσθένεια]]» ή η ανάλυσή της στο στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ήπιος]] ή στο στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄπιος]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>apiscor</i> «[[επιτυγχάνω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νηπιάζω]], [[νηπιώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>νηπίαρχος</i>, [[νηπιέη]], [[νηπιεύομαι]], [[νηπύτιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νηπιότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νηπιόεις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νηπιόθεν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νηπιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νηπιοκτόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νηπιοτροφώ]], [[νηπιόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νηπιοπρεπής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νηπιόβουλος]], [[νηπιοδύναμος]], [[νηπιόλεκτος]], [[νηπιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νηπιαγωγός]], [[νηπιοβάπτισμα]], [[νηπιοβαπτισμός]], [[νηπιοκόμος]], <i>νυπιολογία</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |