Anonymous

ξυλοφάγος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ [[ξυλοφάγος]], -ον)<br />(για [[έντομο]]) αυτός που τρέφεται με ξύλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξυλοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]] που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και [[είναι]] διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξυλοφάγος]] ή <i>ξυλοφάος</i> ή <i>ξυλοφάς</i><br />[[λίμα]] από χάλυβα, την οποία χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί στην [[κατεργασία]] και [[λείανση]] των ξύλων, αλλ. [[ράσπα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυλοφάγο</i><br /><b>ζωολ.</b> [[κατηγορία]] κολεόπτερων εντόμων, τα οποία τρέφονται από ξύλα<br /><b>μσν.</b><br />[[επίθετο]] που δινόταν σε [[μερικά]] ακρωτήρια, [[επειδή]] [[κοντά]] σε αυτά [[συχνά]] συνέβαιναν ναυάγια («ἧψε φρυκτὸν περὶ τὰ κοῑλα τῆς Εὐβοίας καὶ ὅν ἄν εἴποιμεν Καφηρέα, νῦν δἐ ξυλοφάγον καλούμενον», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xylophaga</i> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i>].
|mltxt=-ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ [[ξυλοφάγος]], -ον)<br />(για [[έντομο]]) αυτός που τρέφεται με ξύλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξυλοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]] που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και [[είναι]] διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξυλοφάγος]] ή <i>ξυλοφάος</i> ή <i>ξυλοφάς</i><br />[[λίμα]] από χάλυβα, την οποία χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί στην [[κατεργασία]] και [[λείανση]] των ξύλων, αλλ. [[ράσπα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυλοφάγο</i><br /><b>ζωολ.</b> [[κατηγορία]] κολεόπτερων εντόμων, τα οποία τρέφονται από ξύλα<br /><b>μσν.</b><br />[[επίθετο]] που δινόταν σε [[μερικά]] ακρωτήρια, [[επειδή]] [[κοντά]] σε αυτά [[συχνά]] συνέβαιναν ναυάγια («ἧψε φρυκτὸν περὶ τὰ κοῖλα τῆς Εὐβοίας καὶ ὅν ἄν εἴποιμεν Καφηρέα, νῦν δἐ ξυλοφάγον καλούμενον», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xylophaga</i> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm