Anonymous

παυστήριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[παυστήρ]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κατάπαυση]], [[απαλλαγή]] ή [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]], [[λυτρωτικός]] («Φοῑβος... νόσου [[παυστήριος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παυστήριον</i><br />α) η [[ανακούφιση]], το [[ξαλάφρωμα]]<br />β) [[εμπόδιο]], [[φραγμός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Παυστήρια</i><br />τα όρη [[πάνω]] στα οποία πέθανε ο [[Ωρίων]].
|mltxt=-ον, Α [[παυστήρ]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κατάπαυση]], [[απαλλαγή]] ή [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]], [[λυτρωτικός]] («Φοῖβος... νόσου [[παυστήριος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παυστήριον</i><br />α) η [[ανακούφιση]], το [[ξαλάφρωμα]]<br />β) [[εμπόδιο]], [[φραγμός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Παυστήρια</i><br />τα όρη [[πάνω]] στα οποία πέθανε ο [[Ωρίων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm