3,271,501
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεμεσητός]], επικ. τ. [[νεμεσσητός]], δωρ. τ. νεμεσσατός, -ή, -όν (Α) [[νεμεσώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[αγανάκτηση]] και [[οργή]] και ο [[άξιος]] οργής, ο αξιοκατάκριτος, [[μεμπτός]] («ψεῡδός δὲ | |mltxt=[[νεμεσητός]], επικ. τ. [[νεμεσσητός]], δωρ. τ. νεμεσσατός, -ή, -όν (Α) [[νεμεσώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[αγανάκτηση]] και [[οργή]] και ο [[άξιος]] οργής, ο αξιοκατάκριτος, [[μεμπτός]] («ψεῡδός δὲ αἰδοῖ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποδίδεται, («[[πάθος]] νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άξιος]] ανταμοιβής, ανταπόδοσης<br /><b>4.</b> αυτός του οποίου την [[αγανάκτηση]] [[πρέπει]] να φοβάται [[κανείς]], ο [[φοβερός]] («Κύπρι νεμεσσατά», <b>Θεόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεμεσητῶς</i> (Μ)<br />με αξιοκατάκριτο τρόπο. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |