Anonymous

οἶμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἶμος]], ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]], [[οδός]], [[ατραπός]] («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λωρίδα]], [[γραμμή]] («[[δέκα]] [[οἴμοι]] [[ἔσαν]] [[μέλανος]] [[κυάνιο]], [[δώδεκα]] δὲ χρυσοῑο καὶ [[εἴκοσι]] κασσιτέροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέρος]] χώρας, [[λωρίδα]] γης, [[χώρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για [[άσμα]]) η [[μελωδία]], ο [[ήχος]], το [[μέλος]] («φοίβου δὲ λύρης εὖ εἰδότας οἴμους», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[οἶμος]] / [[οἶμος]] μαρτυρείται και με [[δασεία]], [[γεγονός]] που εμποδίζει να αναχθεί σε <i>oimo</i>- (<b>πρβλ.</b> [[εἶμι]] «[[έρχομαι]]» και αρχ. ινδ. <i>eman</i>- «[[πορεία]], [[βάδισμα]]»). Πολλοί θεωρούν ότι η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί σε <i>oi</i>-<i>smo</i> και να συνδεθεί με λιθουαν. <i>eism</i><i>ē</i> «[[κίνηση]], [[βάδισμα]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε <i>Fοῖμος</i> από [[ρίζα]] <i>wei</i>- (<b>πρβλ.</b> [[εἴσομαι]] και <i>ἵεμαι</i>), ενώ κατ' άλλους η λ. συνδέεται με τον [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ. τ. <i>οἱρών</i>].
|mltxt=[[οἶμος]], ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]], [[οδός]], [[ατραπός]] («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λωρίδα]], [[γραμμή]] («[[δέκα]] [[οἴμοι]] [[ἔσαν]] [[μέλανος]] [[κυάνιο]], [[δώδεκα]] δὲ χρυσοῖο καὶ [[εἴκοσι]] κασσιτέροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέρος]] χώρας, [[λωρίδα]] γης, [[χώρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για [[άσμα]]) η [[μελωδία]], ο [[ήχος]], το [[μέλος]] («φοίβου δὲ λύρης εὖ εἰδότας οἴμους», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[οἶμος]] / [[οἶμος]] μαρτυρείται και με [[δασεία]], [[γεγονός]] που εμποδίζει να αναχθεί σε <i>oimo</i>- (<b>πρβλ.</b> [[εἶμι]] «[[έρχομαι]]» και αρχ. ινδ. <i>eman</i>- «[[πορεία]], [[βάδισμα]]»). Πολλοί θεωρούν ότι η λ. [[πρέπει]] να αναχθεί σε <i>oi</i>-<i>smo</i> και να συνδεθεί με λιθουαν. <i>eism</i><i>ē</i> «[[κίνηση]], [[βάδισμα]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε <i>Fοῖμος</i> από [[ρίζα]] <i>wei</i>- (<b>πρβλ.</b> [[εἴσομαι]] και <i>ἵεμαι</i>), ενώ κατ' άλλους η λ. συνδέεται με τον [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ. τ. <i>οἱρών</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm