Anonymous

πλήρης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή περιέχει [[κάτι]] σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], ο [[γεμάτος]] με [[κάτι]] (α. «[[εισήγηση]] [[πλήρης]] αντιφάσεων» β. «το [[θέατρο]] ήταν πλήρες» γ. «[[ἄστυ]] πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», <b>Ηρόδ.</b><br />δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», <b>Ξεν.</b><br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], [[χωρίς]] [[μείωση]] ή [[περικοπή]] (α. «[[πλήρης]] [[μισθός]]» β. «[[άδεια]] [[μετά]] πλήρων αποδοχών» γ. «ὡς ἄν τὴν [[χάριν]] πλήρη [[λάβω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κατέχεται από κάποιο [[συναίσθημα]] (α. «[[καρδιά]] [[πλήρης]] ευγνωμοσύνης» β. «λόγοι πλήρεις ειλικρινείας»)<br /><b>2.</b> [[ολοκληρωτικός]], [[γενικός]], σε όλα τα [[σημεία]] (α. «[[πλήρης]] [[αποτυχία]]» β. πλήρες [[ναυάγιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλήρης]] ημερών» — σε πολύ [[μεγάλη]] [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποταμό) φουσκωμένος, με ανεβασμένη τη [[στάθμη]] του<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[χορτάτος]] («κεχόρτασμαι οὐ κακῶς ἀλλ' [[εἰμὶ]] [[πλήρης]]», Εύβ.)<br /><b>3.</b> ο [[στερεός]] ή ο [[συμπαγής]] (α. «πλήρεις ὁπλαῑ» β. «[[πλήρης]] τοῑχος»)<br /><b>4.</b> (για ήχο) ο [[ορθός]], ο [[σωστός]], ο μη [[παράφωνος]]<br /><b>5.</b> (για οίνο) αυτός που διατηρεί το [[άρωμα]] του. Επίρρ. πλήρως ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλήρη, εντελώς, εξ ολοκλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλήρης]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> «[[γεμίζω]]» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>πλη</i>-<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pl</i><i>ē</i><i>rus</i> «[[περισσότερος]]», <i>pl</i><i>ē</i><i>rus</i>-<i>que</i> «ο [[πολύς]]») και εμφανίζει κατάλ. -<i>ης</i> τών σιγματικών επίθ. πιθ. αναλογικά [[προς]] τα σύνθ. σε -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]])].
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή περιέχει [[κάτι]] σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], ο [[γεμάτος]] με [[κάτι]] (α. «[[εισήγηση]] [[πλήρης]] αντιφάσεων» β. «το [[θέατρο]] ήταν πλήρες» γ. «[[ἄστυ]] πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», <b>Ηρόδ.</b><br />δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», <b>Ξεν.</b><br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], [[χωρίς]] [[μείωση]] ή [[περικοπή]] (α. «[[πλήρης]] [[μισθός]]» β. «[[άδεια]] [[μετά]] πλήρων αποδοχών» γ. «ὡς ἄν τὴν [[χάριν]] πλήρη [[λάβω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κατέχεται από κάποιο [[συναίσθημα]] (α. «[[καρδιά]] [[πλήρης]] ευγνωμοσύνης» β. «λόγοι πλήρεις ειλικρινείας»)<br /><b>2.</b> [[ολοκληρωτικός]], [[γενικός]], σε όλα τα [[σημεία]] (α. «[[πλήρης]] [[αποτυχία]]» β. πλήρες [[ναυάγιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλήρης]] ημερών» — σε πολύ [[μεγάλη]] [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποταμό) φουσκωμένος, με ανεβασμένη τη [[στάθμη]] του<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[χορτάτος]] («κεχόρτασμαι οὐ κακῶς ἀλλ' [[εἰμὶ]] [[πλήρης]]», Εύβ.)<br /><b>3.</b> ο [[στερεός]] ή ο [[συμπαγής]] (α. «πλήρεις ὁπλαῑ» β. «[[πλήρης]] τοῖχος»)<br /><b>4.</b> (για ήχο) ο [[ορθός]], ο [[σωστός]], ο μη [[παράφωνος]]<br /><b>5.</b> (για οίνο) αυτός που διατηρεί το [[άρωμα]] του. Επίρρ. πλήρως ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλήρη, εντελώς, εξ ολοκλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλήρης]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> «[[γεμίζω]]» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>πλη</i>-<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pl</i><i>ē</i><i>rus</i> «[[περισσότερος]]», <i>pl</i><i>ē</i><i>rus</i>-<i>que</i> «ο [[πολύς]]») και εμφανίζει κατάλ. -<i>ης</i> τών σιγματικών επίθ. πιθ. αναλογικά [[προς]] τα σύνθ. σε -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm