Anonymous

πικραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πικρός]]<br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον την [[αίσθηση]] του πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[πικρία]], [[θλίψη]] σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα [[χρόνια]]» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>πικραίνομαι</i><br />α) [[δοκιμάζω]] την [[αίσθηση]] του πικρού (α. «πικράθηκε το [[στόμα]] μου» β. «τὸ [[στόμα]] πικραίνεται», Ιπποκρ.)<br />β) [[νιώθω]] [[πικρία]], θλίβομαι, [[λυπάμαι]] [[βαθιά]] (α. «[[εκεί]] [[μέσα]] εκατοικούσες, πικραμένη, εντροπαλή», <b>Σολωμ.</b>.<br />β. «καὶ ἐπικράνθη ἐπ' αὐτοῖς Μωϋσῆς», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πικρίζω]], έχω την [[ιδιότητα]] του πικρού (α. «τα αγγουράκια πικραίνουν»)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] πικρό [[κάτι]] («αυτή η [[μηλιά]] τά πικραίνει τα μήλα της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) [[καθιστώ]] σκληρό, δυσάρεστο («πικραίνειν διάλεκτον», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> φέρομαι με [[σκληρότητα]] σε κάποιον («οἱ ἄνδρες ἀγαπᾱτε τὰς γυναῑκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς αὐτάς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>πικραίνεταί μοι</i><br />πικραίνομαι, θλίβομαι («ἐπικράνθη μοι [[ὑπὲρ]] ὑμᾱς», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[δηλητηριάζω]] («ἐπίκρανεν αὐτὸν γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.).
|mltxt=ΝΜΑ [[πικρός]]<br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον την [[αίσθηση]] του πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[πικρία]], [[θλίψη]] σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα [[χρόνια]]» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>πικραίνομαι</i><br />α) [[δοκιμάζω]] την [[αίσθηση]] του πικρού (α. «πικράθηκε το [[στόμα]] μου» β. «τὸ [[στόμα]] πικραίνεται», Ιπποκρ.)<br />β) [[νιώθω]] [[πικρία]], θλίβομαι, [[λυπάμαι]] [[βαθιά]] (α. «[[εκεί]] [[μέσα]] εκατοικούσες, πικραμένη, εντροπαλή», <b>Σολωμ.</b>.<br />β. «καὶ ἐπικράνθη ἐπ' αὐτοῖς Μωϋσῆς», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πικρίζω]], έχω την [[ιδιότητα]] του πικρού (α. «τα αγγουράκια πικραίνουν»)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] πικρό [[κάτι]] («αυτή η [[μηλιά]] τά πικραίνει τα μήλα της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) [[καθιστώ]] σκληρό, δυσάρεστο («πικραίνειν διάλεκτον», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> φέρομαι με [[σκληρότητα]] σε κάποιον («οἱ ἄνδρες ἀγαπᾱτε τὰς γυναῖκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς αὐτάς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>πικραίνεταί μοι</i><br />πικραίνομαι, θλίβομαι («ἐπικράνθη μοι [[ὑπὲρ]] ὑμᾱς», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[δηλητηριάζω]] («ἐπίκρανεν αὐτὸν γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm