Anonymous

πορεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πόρος]]<br /><b>μέσ.</b> [[πορεύομαι]]<br />α) [[βαδίζω]], [[οδοιπορώ]], [[πηγαίνω]] [[κάπου]] («ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[πλέω]] διά θαλάσσης, [[ταξιδεύω]] (α. «βραδέως επορεύετο το [[σκάφος]]», Καλλιγ. β. «[[νέας]] τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ πότιμα ὕδατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[περνώ]] τη ζωή, ζω («με φρόνεψι πορεύεται, με γνώσιν ορδινιάζει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξοικονομώ]] τα [[προς]] το ζην («καλά τά πόρεψα» — τά κατάφερα)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[πορεμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[εύπορος]], [[ευκατάστατος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[έβγα]] έξω και πομπέψου, [[έμπα]] [[μέσα]] και πορέψου» — λέγεται για εκείνους που δέχονται εξευτελισμούς [[έναντι]] υλικής ωφέλειας<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «και τ' αρφανό πορεύεται κι η [[χήρα]] κυβερνιέται» — για όλους υπάρχει [[θεός]] και [[κανείς]] δεν χάνεται<br />β) «πορεύου εν [[ειρήνη]]» — πήγαινε στην [[ευχή]] του θεού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]], [[βαδίζω]] την ύστατη οδό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[μεταφέρω]] κάποιον [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[διαπορθμεύω]] κάποιον, [[περνώ]] κάποιον [[απέναντι]] με [[σκάφος]] («γυναῑκ' ἀρίσταν λίμναν Ἀχεροντίαν πορεύσας ἐλάτᾳ δικώπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσκομίζω]] («τάσδ' ἐπιστολὰς πατρὶ ταχεῖ 'πόρευσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξευρίσκω]], [[προμηθεύομαι]]<br /><b>5.</b> [[θέτω]] σε [[κίνηση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εισέρχομαι]]<br />β) [[ακολουθώ]] ορισμένη μέθοδο<br />γ) [[προβαίνω]] σε δικαστική [[πράξη]], [[εγείρω]] [[αγωγή]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι («πρὸς βίαν [[πορεύομαι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πορεύομαι]] [[παρά]] τινος» — [[μεταβαίνω]] κατ' εντολήν ή εκ μέρους κάποιου<br />β) «[[πορεύομαι]] εἴς τι» — [[πέφτω]] [[μέσα]]<br />γ) «[[πορεύομαι]] ἐπὶ τι» — [[προχωρώ]] στην [[εκτέλεση]] ενός έργου, στην [[πραγματοποίηση]] μιας ενέργειας.
|mltxt=ΝΜΑ [[πόρος]]<br /><b>μέσ.</b> [[πορεύομαι]]<br />α) [[βαδίζω]], [[οδοιπορώ]], [[πηγαίνω]] [[κάπου]] («ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[πλέω]] διά θαλάσσης, [[ταξιδεύω]] (α. «βραδέως επορεύετο το [[σκάφος]]», Καλλιγ. β. «[[νέας]] τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ πότιμα ὕδατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[περνώ]] τη ζωή, ζω («με φρόνεψι πορεύεται, με γνώσιν ορδινιάζει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξοικονομώ]] τα [[προς]] το ζην («καλά τά πόρεψα» — τά κατάφερα)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[πορεμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[εύπορος]], [[ευκατάστατος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[έβγα]] έξω και πομπέψου, [[έμπα]] [[μέσα]] και πορέψου» — λέγεται για εκείνους που δέχονται εξευτελισμούς [[έναντι]] υλικής ωφέλειας<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «και τ' αρφανό πορεύεται κι η [[χήρα]] κυβερνιέται» — για όλους υπάρχει [[θεός]] και [[κανείς]] δεν χάνεται<br />β) «πορεύου εν [[ειρήνη]]» — πήγαινε στην [[ευχή]] του θεού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]], [[βαδίζω]] την ύστατη οδό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[μεταφέρω]] κάποιον [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[διαπορθμεύω]] κάποιον, [[περνώ]] κάποιον [[απέναντι]] με [[σκάφος]] («γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν Ἀχεροντίαν πορεύσας ἐλάτᾳ δικώπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσκομίζω]] («τάσδ' ἐπιστολὰς πατρὶ ταχεῖ 'πόρευσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξευρίσκω]], [[προμηθεύομαι]]<br /><b>5.</b> [[θέτω]] σε [[κίνηση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εισέρχομαι]]<br />β) [[ακολουθώ]] ορισμένη μέθοδο<br />γ) [[προβαίνω]] σε δικαστική [[πράξη]], [[εγείρω]] [[αγωγή]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι («πρὸς βίαν [[πορεύομαι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πορεύομαι]] [[παρά]] τινος» — [[μεταβαίνω]] κατ' εντολήν ή εκ μέρους κάποιου<br />β) «[[πορεύομαι]] εἴς τι» — [[πέφτω]] [[μέσα]]<br />γ) «[[πορεύομαι]] ἐπὶ τι» — [[προχωρώ]] στην [[εκτέλεση]] ενός έργου, στην [[πραγματοποίηση]] μιας ενέργειας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm