Anonymous

πριν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. [[πράν]] και, μόνον μία [[φορά]], πρείν Α<br /><b>1.</b> (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο [[είτε]] συνέβη [[είτε]] πρόκειται να συμβεί, [[προηγουμένως]], πρωτύτερα (α. «δεν σέ άκουσα τί είπες [[πριν]]» β. «ὅ [ενν. [[ναυτικό]]] οὐκ ὑπήρχε [[πρίν]]», <b>Θουκ.</b><br />γ. «[[πρίν]] μιν καὶ [[γῆρας]] ἔπεισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[άλλοτε]], στο [[παρελθόν]] (α. «τέτοια πράγματα δεν γίνονταν [[πριν]]» β. «πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) (με άρθρ. και σε όλα τα γένη, τους αριθμούς και τις πτώσεις, [[κυρίως]] δε στην αρχαία, όπου [[συχνά]] εννοούνται οι μτχ. <i>ὤν</i> και <i>γενόμενος</i>) <i>ο</i>, <i>η</i>, το [[πριν]]<br />ο προηγούμενος, ο [[προγενέστερος]] (α. «μην σκέπτεσαι τα [[πριν]]» — μη σκέπτεσαι όσα έγιναν στο [[παρελθόν]]<br />β. «ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ», Φιλ.<br />γ. «ἐν τοῖς πρὶν λόγοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως σύνδ., όταν στην αρχαία πολλές φορές στην κύρια [[πρόταση]] απαντούν τα ισοδύναμα <i>πρότερον</i>, [[πρόσθεν]], [[πάρος]] κ.λπ. με [[άρνηση]]) [[προτού]] (α. «[[πριν]] να φύγω, θα έρθω να σέ χαιρετήσω» β. «τών φρονίμων τα [[παιδιά]] [[πριν]] πεινάσουν μαγειρεύουν», παροιμ. φρ.<br />γ. «ἀνοίγειν μὲν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον, πρὶν ἂν [[ἥλιος]] ἀνίσχη», Αισχίν.<br />δ. «καὶ οὐ πρότερον ἀπηλλάγη, πρὶν ἀποδρὰς ᾤχετο τετάρτῳ μηνὶ», Ανδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με σημ. προθέσεως) [[μπροστά]], προ (α. «κάθεται [[πριν]] από μένα» β. «πέθανε [[πριν]] της ώρας του» — πέθανε πρόωρα<br />γ. «[[πριν]] του πολέμου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από τα [[πριν]]»<br />(με επιρρμ. σημ.) εκ τών προτέρων<br /><b>αρχ.</b><br />ΣΥΝΤΑΞΗ (ως σύνδ.): α) ([[κυρίως]] στον Όμ.) με απαρμφ. [[μετά]] από καταφατικές [[αλλά]] και [[μετά]] από αρνητικές προτάσεις, ενώ στους Αττικούς συγγραφείς [[συχνά]] [[μετά]] από καταφατικές προτάσεις και [[πάντοτε]] στην [[περίπτωση]] που η [[ενέργεια]] δεν γίνεται ή δεν πρόκειται να γίνει, ο δε [[χρόνος]] ο [[οποίος]] ακολουθεί [[είναι]] συν. ο αόρ. (α. «ναῑε δὲ Πήδαιον [[πριν]] ἐλθεῖν υἷας Ἀγαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἐπειδάν]] μάθωσιν ἢ πρὶν μαθεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) με παρεμφατικές εγκλίσεις [δηλ. οριστική, [[υποτακτική]], ευκτική] (α. «ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν [[μέγιστος]]..., [[πρίν]] μοι [[τύχη]] τοιάδ', ἐπέστη», <b>Σοφ.</b><br />β. «δεῖται αὐτοῦ μὴ [[πρόσθεν]] καταλῡσαι... πρὶν ἂν αὐτῷ συμβουλεύσηται», <b>Ξεν.</b><br />γ. «μὴ [[πρόσθεν]] παύσεσθαι, πρὶν αὐτοὺς καταγάγοι [[οἴκαδε]]», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) πολλές φορές [[χωρίς]] [[ρήμα]], [[οπότε]] εννοείται το ρ. <i>ἐστί</i> («οὐδὲ τί σε χρή, πρὶν ὤρη, καταλέχθαι» <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πρίν]], με επιρρμ. κατάλ. -<i>ν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νῦ</i>-<i>ν</i>, [[πάλι]]-<i>ν</i>), ανάγεται στη [[ρίζα]] τών προθέσεων <i>πρό</i>, [[παρά]], [[περί]] κ.λπ. Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά το [[φωνήεν]] -<i>ῐ</i>- του τ., το οποίο μπορεί να παραβληθεί με το -<i>ι</i>- του λατ. <i>prĭor</i>. Μαρτυρείται, [[ωστόσο]], και τ. με φωνηεντισμό -<i>ei</i>- στο γορτυνιακό <i>πρείν</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. πρωσ. <i>prei</i>) [[καθώς]] και τ. με -<i>ῑ</i>- στο ομηρ. <i>πρῑν</i>, του οποίου, όμως, το -<i>ι</i>- [[είναι]] πιθανό να προέρχεται από ιωτακιστική γρφ. του -<i>ει</i>-].
|mltxt=ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. [[πράν]] και, μόνον μία [[φορά]], πρείν Α<br /><b>1.</b> (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο [[είτε]] συνέβη [[είτε]] πρόκειται να συμβεί, [[προηγουμένως]], πρωτύτερα (α. «δεν σέ άκουσα τί είπες [[πριν]]» β. «ὅ [ενν. [[ναυτικό]]] οὐκ ὑπήρχε [[πρίν]]», <b>Θουκ.</b><br />γ. «[[πρίν]] μιν καὶ [[γῆρας]] ἔπεισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[άλλοτε]], στο [[παρελθόν]] (α. «τέτοια πράγματα δεν γίνονταν [[πριν]]» β. «πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) (με άρθρ. και σε όλα τα γένη, τους αριθμούς και τις πτώσεις, [[κυρίως]] δε στην αρχαία, όπου [[συχνά]] εννοούνται οι μτχ. <i>ὤν</i> και <i>γενόμενος</i>) <i>ο</i>, <i>η</i>, το [[πριν]]<br />ο προηγούμενος, ο [[προγενέστερος]] (α. «μην σκέπτεσαι τα [[πριν]]» — μη σκέπτεσαι όσα έγιναν στο [[παρελθόν]]<br />β. «ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ», Φιλ.<br />γ. «ἐν τοῖς πρὶν λόγοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως σύνδ., όταν στην αρχαία πολλές φορές στην κύρια [[πρόταση]] απαντούν τα ισοδύναμα <i>πρότερον</i>, [[πρόσθεν]], [[πάρος]] κ.λπ. με [[άρνηση]]) [[προτού]] (α. «[[πριν]] να φύγω, θα έρθω να σέ χαιρετήσω» β. «τών φρονίμων τα [[παιδιά]] [[πριν]] πεινάσουν μαγειρεύουν», παροιμ. φρ.<br />γ. «ἀνοίγειν μὲν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον, πρὶν ἂν [[ἥλιος]] ἀνίσχη», Αισχίν.<br />δ. «καὶ οὐ πρότερον ἀπηλλάγη, πρὶν ἀποδρὰς ᾤχετο τετάρτῳ μηνὶ», Ανδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με σημ. προθέσεως) [[μπροστά]], προ (α. «κάθεται [[πριν]] από μένα» β. «πέθανε [[πριν]] της ώρας του» — πέθανε πρόωρα<br />γ. «[[πριν]] του πολέμου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από τα [[πριν]]»<br />(με επιρρμ. σημ.) εκ τών προτέρων<br /><b>αρχ.</b><br />ΣΥΝΤΑΞΗ (ως σύνδ.): α) ([[κυρίως]] στον Όμ.) με απαρμφ. [[μετά]] από καταφατικές [[αλλά]] και [[μετά]] από αρνητικές προτάσεις, ενώ στους Αττικούς συγγραφείς [[συχνά]] [[μετά]] από καταφατικές προτάσεις και [[πάντοτε]] στην [[περίπτωση]] που η [[ενέργεια]] δεν γίνεται ή δεν πρόκειται να γίνει, ο δε [[χρόνος]] ο [[οποίος]] ακολουθεί [[είναι]] συν. ο αόρ. (α. «ναῑε δὲ Πήδαιον [[πριν]] ἐλθεῖν υἷας Ἀγαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἐπειδάν]] μάθωσιν ἢ πρὶν μαθεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) με παρεμφατικές εγκλίσεις [δηλ. οριστική, [[υποτακτική]], ευκτική] (α. «ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν [[μέγιστος]]..., [[πρίν]] μοι [[τύχη]] τοιάδ', ἐπέστη», <b>Σοφ.</b><br />β. «δεῖται αὐτοῦ μὴ [[πρόσθεν]] καταλῡσαι... πρὶν ἂν αὐτῷ συμβουλεύσηται», <b>Ξεν.</b><br />γ. «μὴ [[πρόσθεν]] παύσεσθαι, πρὶν αὐτοὺς καταγάγοι [[οἴκαδε]]», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) πολλές φορές [[χωρίς]] [[ρήμα]], [[οπότε]] εννοείται το ρ. <i>ἐστί</i> («οὐδὲ τί σε χρή, πρὶν ὤρη, καταλέχθαι» <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[πρίν]], με επιρρμ. κατάλ. -<i>ν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νῦ</i>-<i>ν</i>, [[πάλι]]-<i>ν</i>), ανάγεται στη [[ρίζα]] τών προθέσεων <i>πρό</i>, [[παρά]], [[περί]] κ.λπ. Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά το [[φωνήεν]] -<i>ῐ</i>- του τ., το οποίο μπορεί να παραβληθεί με το -<i>ι</i>- του λατ. <i>prĭor</i>. Μαρτυρείται, [[ωστόσο]], και τ. με φωνηεντισμό -<i>ei</i>- στο γορτυνιακό <i>πρείν</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. πρωσ. <i>prei</i>) [[καθώς]] και τ. με -<i>ῑ</i>- στο ομηρ. <i>πρῖν</i>, του οποίου, όμως, το -<i>ι</i>- [[είναι]] πιθανό να προέρχεται από ιωτακιστική γρφ. του -<i>ει</i>-].
}}
}}