Anonymous

σάκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῑν γνάθοιν ἔχειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (<b>πρβλ.</b> ακκαδικό <i>šaqqu</i>, εβρ. <i>šaq</i>). Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία [[διάδοση]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>saccus</i>) και στην [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ., γαλλ., ρουμ. <i>sac</i>, γερμ. <i>Sack</i> <b>κ.ά.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως [[αγγείο]] υποδοχής υγρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] («[[βωμός]], ἄρρηκτον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. για την [[ασπίδα]], η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>twakos</i> «[[δέρμα]]» (το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tvac</i>- «[[δέρμα]]» και με το χεττιτικό <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» (με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. την αρχική [[μορφή]] φωνηεντισμού της λ.). Η λ. [[σάκος]] χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την [[μεγάλη]] μυκηναϊκή [[ασπίδα]], που προστάτευε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την [[ασπίδα]] του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. [[ἀσπίς]], η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά [[νωρίς]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (<b>πρβλ.</b> ακκαδικό <i>šaqqu</i>, εβρ. <i>šaq</i>). Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία [[διάδοση]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>saccus</i>) και στην [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ., γαλλ., ρουμ. <i>sac</i>, γερμ. <i>Sack</i> <b>κ.ά.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως [[αγγείο]] υποδοχής υγρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] («[[βωμός]], ἄρρηκτον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. για την [[ασπίδα]], η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>twakos</i> «[[δέρμα]]» (το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tvac</i>- «[[δέρμα]]» και με το χεττιτικό <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» (με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. την αρχική [[μορφή]] φωνηεντισμού της λ.). Η λ. [[σάκος]] χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την [[μεγάλη]] μυκηναϊκή [[ασπίδα]], που προστάτευε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την [[ασπίδα]] του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. [[ἀσπίς]], η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά [[νωρίς]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm