Anonymous

σιτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σῑτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», <b>Πολ.</b><br />γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτικόν</i><br />ο [[σίτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[σίτος]], με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το [[σιτάρι]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σῖτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», <b>Πολ.</b><br />γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτικόν</i><br />ο [[σίτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[σίτος]], με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το [[σιτάρι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm