Anonymous

σποδός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μισοσβησμένη [[στάχτη]], καφτή [[στάχτη]] από ξύλα ή ξυλάνθρακες, [[χόβολη]] («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ [[ἤλασα]] πολλῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[στάχτη]] από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη [[θάλασσα]]» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου ἀφικνεῖται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> υλικό από λεπτότατους κόκκους που εκτινάσσεται από τους ηφαιστειακούς κρατήρες [[κατά]] τις εκρήξεις, αποτελείται από πυριτικά σωματίδια τέφρας και μεταφέρεται από τον αέρα, αλλ. [[σήμερα]] ηφαιστειακή [[σποδός]] («ἡ μὲν οὖν σποδὸς λυπήσασα πρὸς καιρὸν εὐεργετεῖ τὴν χώραν χρόνους [[ὕστερον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[τέφρα]], [[στάχτη]] (α. «ἐγώ εἰμι γῆ καὶ [[σποδός]]», Νεκρ. Ακολ.<br />β. «ἐπ' Ἰσμηνοῦ τε μαντείᾳ σποδῷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκόνη]], [[κονιορτός]] («τῆς χαμαῑθεν σποδοῦ λαβόντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στάχτη]] σκορπισμένη στα μαλλιά ως [[ένδειξη]] πένθους («ἀμφὶ δὲ σποδὸν [[κάρα]] κεχύμεθα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην Περσία) [[τρόπος]] θανάτωσης [[κατά]] τον οποίο έκλειναν τον κατάδικο σε [[δωμάτιο]] γεμάτο [[στάχτη]] εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσε να φτάσει το [[φαγητό]] και το [[νερό]] που του άφηναν (α. «[[πύργος]] [[πεντήκοντα]] πηχῶν [[πλήρης]] σποδοῦ», ΠΔ<br />β. «[[οἴκημα]] σποδοῦ [[πλέον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκωρία]] μετάλλων («σποδὸς Κυπρίη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> μέθυση [[γριά]], [[μπεκρού]] («ἡ Βάκχου κυλίκων [[σποδός]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μετρώ]] τὴν σποδόν» — [[κάνω]] μάταιο κόπο <b>(Αρρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=ἡ, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μισοσβησμένη [[στάχτη]], καφτή [[στάχτη]] από ξύλα ή ξυλάνθρακες, [[χόβολη]] («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ [[ἤλασα]] πολλῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[στάχτη]] από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη [[θάλασσα]]» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου ἀφικνεῖται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> υλικό από λεπτότατους κόκκους που εκτινάσσεται από τους ηφαιστειακούς κρατήρες [[κατά]] τις εκρήξεις, αποτελείται από πυριτικά σωματίδια τέφρας και μεταφέρεται από τον αέρα, αλλ. [[σήμερα]] ηφαιστειακή [[σποδός]] («ἡ μὲν οὖν σποδὸς λυπήσασα πρὸς καιρὸν εὐεργετεῖ τὴν χώραν χρόνους [[ὕστερον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[τέφρα]], [[στάχτη]] (α. «ἐγώ εἰμι γῆ καὶ [[σποδός]]», Νεκρ. Ακολ.<br />β. «ἐπ' Ἰσμηνοῦ τε μαντείᾳ σποδῷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκόνη]], [[κονιορτός]] («τῆς χαμαῖθεν σποδοῦ λαβόντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στάχτη]] σκορπισμένη στα μαλλιά ως [[ένδειξη]] πένθους («ἀμφὶ δὲ σποδὸν [[κάρα]] κεχύμεθα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην Περσία) [[τρόπος]] θανάτωσης [[κατά]] τον οποίο έκλειναν τον κατάδικο σε [[δωμάτιο]] γεμάτο [[στάχτη]] εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσε να φτάσει το [[φαγητό]] και το [[νερό]] που του άφηναν (α. «[[πύργος]] [[πεντήκοντα]] πηχῶν [[πλήρης]] σποδοῦ», ΠΔ<br />β. «[[οἴκημα]] σποδοῦ [[πλέον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκωρία]] μετάλλων («σποδὸς Κυπρίη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> μέθυση [[γριά]], [[μπεκρού]] («ἡ Βάκχου κυλίκων [[σποδός]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μετρώ]] τὴν σποδόν» — [[κάνω]] μάταιο κόπο <b>(Αρρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm