3,244,152
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και | |mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῖτις, -ίτιδος Α<br />([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) [[άτομο]] του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο [[πάνω]] σε [[στήλη]] για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]] που ασκητεύει [[πάνω]] σε [[στήλη]], αλλ. [[στυλίτης]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι στηλίτες</i><br />δυσφημιστικός [[χαρακτηρισμός]] τών βουλευτών του [[κόμματος]] του Δημ. Βούλγαρη [[επειδή]] ψήφιζαν νομοσχέδια [[χωρίς]] το [[σώμα]] να έχει [[απαρτία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στήλη]] ή αυτός που [[είναι]] όμοιος με [[στήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[οπλίτης]], [[πολίτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |