Anonymous

τεχνίτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[τεχνίτρα]] και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια [[τέχνη]], [[ιδίως]] χειρωνακτική, [[μάστορης]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα της τέχνης για την [[εκτέλεση]] ενός έργου (α. «ο άντρας της [[είναι]] [[τεχνίτης]] στα ηλεκτρολογικά» β. «πότερον ὡς τεχνίτην αὐτὸν ἤ τινα ἄτεχνον... θήσομεν;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] (α. «[[είναι]] [[τεχνίτης]] στη [[διπλωματία]]» β. «Λακεδαιμονίους δὲ μόνους τῷ ὄντι τεχνίτας τῶν πολεμικῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πανούργος]], [[ραδιούργος]] (α. «[[είναι]] τεχνήτρα στα ψέματα» β. «[[γόης]], ὦ Διόγενες [[ἄνθρωπος]] καὶ [[τεχνίτης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> α) [[γυναίκα]] που γνωρίζει καλά μία [[τέχνη]]<br />β) [[γυναίκα]] που μεταχειρίζεται τεχνάσματα για να προκαλέσει το [[ενδιαφέρον]] τών [[ανδρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῑται» — άνθρωποι που ασχολούνται με τις θρησκευτικές τελετές και συνήθειες<br />β) «Διονυσιακοὶ τεχνῑται» ή «οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῑται» — [[οργάνωση]] ηθοποιών και εκτελεστών μουσικών και δραματικών έργων η οποία υπήρχε σε διάφορες πόλεις της αρχαιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -[[ίτης]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[τεχνίτρα]] και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια [[τέχνη]], [[ιδίως]] χειρωνακτική, [[μάστορης]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα της τέχνης για την [[εκτέλεση]] ενός έργου (α. «ο άντρας της [[είναι]] [[τεχνίτης]] στα ηλεκτρολογικά» β. «πότερον ὡς τεχνίτην αὐτὸν ἤ τινα ἄτεχνον... θήσομεν;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] (α. «[[είναι]] [[τεχνίτης]] στη [[διπλωματία]]» β. «Λακεδαιμονίους δὲ μόνους τῷ ὄντι τεχνίτας τῶν πολεμικῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πανούργος]], [[ραδιούργος]] (α. «[[είναι]] τεχνήτρα στα ψέματα» β. «[[γόης]], ὦ Διόγενες [[ἄνθρωπος]] καὶ [[τεχνίτης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> α) [[γυναίκα]] που γνωρίζει καλά μία [[τέχνη]]<br />β) [[γυναίκα]] που μεταχειρίζεται τεχνάσματα για να προκαλέσει το [[ενδιαφέρον]] τών [[ανδρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῑται» — άνθρωποι που ασχολούνται με τις θρησκευτικές τελετές και συνήθειες<br />β) «Διονυσιακοὶ τεχνῑται» ή «οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται» — [[οργάνωση]] ηθοποιών και εκτελεστών μουσικών και δραματικών έργων η οποία υπήρχε σε διάφορες πόλεις της αρχαιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -[[ίτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm