Anonymous

σμίλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 February 2024
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α<br /><b>1.</b> χαλύβδινο ή σιδερένιο [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]], [[χάραξη]] ή [[απόξεση]] ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. [[κοπίδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>μσν.</b><br />αμπελουργικό [[μαχαιρίδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαχαιρίδιο]] υποδηματοποιού<br /><b>2.</b> [[μαχαιράκι]] για το [[ξύσιμο]] κοντυλιού ή μαχαιριού, [[κοντυλομάχαιρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σμί</i>-<i>λη</i>, με [[επίθημα]] -<i>λη</i>, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων ([[πρβλ]]. [[μήλη]], [[χηλή]]), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' [[επέκταση]] και για τον σιδηρουργό (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>smidr</i>, αγγλοσαξ. <i>smid</i> και τα νεώτερα: γερμ. <i>Schmied</i>, αγγλ. <i>smith</i>). Δυσερμήνευτο παραμένει το -<i>ī</i>- του τύπου, το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], θεωρείται αναλογικό [[προς]] τ. σε -<i>ῑλη</i>, -<i>ῑλο</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>smΐ</i>- «[[σμιλεύω]], [[κατεργάζομαι]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σμινύη]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α<br /><b>1.</b> χαλύβδινο ή σιδερένιο [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]], [[χάραξη]] ή [[απόξεση]] ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. [[κοπίδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>μσν.</b><br />αμπελουργικό [[μαχαιρίδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαχαιρίδιο]] υποδηματοποιού<br /><b>2.</b> [[μαχαιράκι]] για το [[ξύσιμο]] κοντυλιού ή μαχαιριού, [[κοντυλομάχαιρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σμί</i>-<i>λη</i>, με [[επίθημα]] -<i>λη</i>, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων ([[πρβλ]]. [[μήλη]], [[χηλή]]), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' [[επέκταση]] και για τον σιδηρουργό (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>smidr</i>, αγγλοσαξ. <i>smid</i> και τα νεώτερα: γερμ. <i>Schmied</i>, αγγλ. <i>smith</i>). Δυσερμήνευτο παραμένει το -<i>ī</i>- του τύπου, το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], θεωρείται αναλογικό [[προς]] τ. σε -<i>ῑλη</i>, -<i>ῖλο</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>smΐ</i>- «[[σμιλεύω]], [[κατεργάζομαι]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σμινύη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm