Anonymous

σχοῖνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως θηλ. σχοῑνος, ἡ, Α<br />γενική [[ονομασία]] όλων τών ελοχαρῶν [[φυτών]] που [[αντί]] για φύλλα έχουν επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς, [[βούρλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το αγγειόσπερμο δικότυλο [[φυτό]] [[σχίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[καλάμι]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι βάτραχοι ως [[βέλος]]<br /><b>2.</b> [[καλάμι]] χρησιμοποιούμενο ως [[οβελός]]<br /><b>3.</b> [[γραφίδα]] από [[καλάμι]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> όργανο με [[σχήμα]] καθετήρα με το οποίο διερευνούσαν μία στενή και [[αγκύλη]] δίοδο<br /><b>5.</b> [[καθετί]] το πλεγμένο από το [[παραπάνω]] [[φυτό]] και, [[ιδίως]], [[σχοινί]], [[τριχιά]]<br /><b>6.</b> [[φράχτης]] κήπου<br /><b>7.</b> [[πλέγμα]] κλίνης<br /><b>8.</b> [[τόπος]] [[κατάφυτος]] με [[βούρλα]]<br /><b>9.</b> (στην Αίγυπτο) [[μονάδα]] μέτρησης εδαφικών εκτάσεων που ισοδυναμούσε με 60 ή 40 ή 48 ή 32 ή και 30 στάδια<br /><b>10.</b> [[μέτρο]] μήκους στους Πέρσες<br /><b>11.</b> [[μονάδα]] μέτρησης μήκους σύμφωνα με το οποίο οι νέοι άποικοι Έλληνες μιας περιοχής μοίραζαν τη γη που κατακτούσαν ή προσδιόριζαν τη γη που παραχωρούσαν στους δούλους για [[καλλιέργεια]]<br /><b>12.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού («σχοῑνος [[εὐώδης]]», Ιπποκρ.)<br /><b>13.</b> [[τμήμα]] γης που έχει καταμετρηθεί με [[σχοινί]], [[σχοίνισμα]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «σχοῑνος Εὐριπική» — το [[φυτό]] [[ολόσχοινος]] (<b>Διοσκ.</b>)<br />β) «σχοῑνος ὀξὺς» και «σχοῑνος ἑλεία» και «σχοῑνος [[λεία]]» — [[είδος]] σχοίνου, ο [[οξύσχοινος]] (Θεόφρ., <b>Διοσκ.</b>, <b>Γαλ.</b>)<br />γ) «σχοῑνος [[κάρπιμος]]» — [[είδος]] σχοίνου με μαύρη [[κορυφή]], [[μελαγκρανίς]] <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> [[σχῖνος]]). Οι συνδέσεις της λ. τόσο με τα λιθουαν. <i>sz</i><i>ē</i><i>nas</i> και αρχ. σλαβ. <i>s</i><i>ě</i><i>no</i> «[[άχυρο]], ξηρό [[χόρτο]]» όσο και με τα λατ. <i>funis</i> και λιθουαν. <i>geinis</i> «[[σχοινί]], [[παλαμάρι]]» δεν ικανοποιούν από μορφολογική [[άποψη]]. Η λ. [[σχοῖνος]] με αρχική σημ. «[[κατηγορία]] [[φυτών]] με επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει [[καθετί]] το πλεγμένο από το [[φυτό]] αυτό και [[ιδίως]] το [[σχοινί]] (<b>πρβλ.</b> [[σχοινί]]) και τελικά [[μονάδα]] μέτρησης μήκους].
|mltxt=ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως θηλ. σχοῑνος, ἡ, Α<br />γενική [[ονομασία]] όλων τών ελοχαρῶν [[φυτών]] που [[αντί]] για φύλλα έχουν επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς, [[βούρλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το αγγειόσπερμο δικότυλο [[φυτό]] [[σχίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[καλάμι]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι βάτραχοι ως [[βέλος]]<br /><b>2.</b> [[καλάμι]] χρησιμοποιούμενο ως [[οβελός]]<br /><b>3.</b> [[γραφίδα]] από [[καλάμι]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> όργανο με [[σχήμα]] καθετήρα με το οποίο διερευνούσαν μία στενή και [[αγκύλη]] δίοδο<br /><b>5.</b> [[καθετί]] το πλεγμένο από το [[παραπάνω]] [[φυτό]] και, [[ιδίως]], [[σχοινί]], [[τριχιά]]<br /><b>6.</b> [[φράχτης]] κήπου<br /><b>7.</b> [[πλέγμα]] κλίνης<br /><b>8.</b> [[τόπος]] [[κατάφυτος]] με [[βούρλα]]<br /><b>9.</b> (στην Αίγυπτο) [[μονάδα]] μέτρησης εδαφικών εκτάσεων που ισοδυναμούσε με 60 ή 40 ή 48 ή 32 ή και 30 στάδια<br /><b>10.</b> [[μέτρο]] μήκους στους Πέρσες<br /><b>11.</b> [[μονάδα]] μέτρησης μήκους σύμφωνα με το οποίο οι νέοι άποικοι Έλληνες μιας περιοχής μοίραζαν τη γη που κατακτούσαν ή προσδιόριζαν τη γη που παραχωρούσαν στους δούλους για [[καλλιέργεια]]<br /><b>12.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού («σχοῑνος [[εὐώδης]]», Ιπποκρ.)<br /><b>13.</b> [[τμήμα]] γης που έχει καταμετρηθεί με [[σχοινί]], [[σχοίνισμα]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «σχοῑνος Εὐριπική» — το [[φυτό]] [[ολόσχοινος]] (<b>Διοσκ.</b>)<br />β) «σχοῑνος ὀξὺς» και «σχοῑνος ἑλεία» και «σχοῑνος [[λεία]]» — [[είδος]] σχοίνου, ο [[οξύσχοινος]] (Θεόφρ., <b>Διοσκ.</b>, <b>Γαλ.</b>)<br />γ) «σχοῖνος [[κάρπιμος]]» — [[είδος]] σχοίνου με μαύρη [[κορυφή]], [[μελαγκρανίς]] <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> [[σχῖνος]]). Οι συνδέσεις της λ. τόσο με τα λιθουαν. <i>sz</i><i>ē</i><i>nas</i> και αρχ. σλαβ. <i>s</i><i>ě</i><i>no</i> «[[άχυρο]], ξηρό [[χόρτο]]» όσο και με τα λατ. <i>funis</i> και λιθουαν. <i>geinis</i> «[[σχοινί]], [[παλαμάρι]]» δεν ικανοποιούν από μορφολογική [[άποψη]]. Η λ. [[σχοῖνος]] με αρχική σημ. «[[κατηγορία]] [[φυτών]] με επιμήκεις και αιχμηρούς βλαστούς» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει [[καθετί]] το πλεγμένο από το [[φυτό]] αυτό και [[ιδίως]] το [[σχοινί]] (<b>πρβλ.</b> [[σχοινί]]) και τελικά [[μονάδα]] μέτρησης μήκους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm