Anonymous

φόρτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που επιβαρύνει κάποιον, [[καθετί]] το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «[[μεγάλος]] [[φόρτος]] εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ' ἔχων χρείας ἐμῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «γραμμές φόρτου»<br /><b>ναυτ.</b> σημάνσεις στο [[σκάφος]] τών φορτηγών πλοίων που δείχνουν το [[μέγιστο]] επιτρεπόμενο [[βύθισμα]]<br />β) «[[συντελεστής]] φόρτου»<br /><b>(αερον.)</b> ο [[λόγος]] του φαινόμενου βάρους ενός αεροσκάφους, [[δηλαδή]] του αθροίσματος του βάρους του αεροσκάφους και της επενεργούσας [[κατά]] τη [[στροφή]] φυγόκεντρης δύναμης, διά του βάρους του<br />γ) «πτερυγικός [[φόρτος]]»<br /><b>(αερον.)</b> η ανά [[μονάδα]] επιφανείας τών πτερύγων αναπτυσσόμενη [[άντωση]]<br />δ) «[[γαστρικός]] [[φόρτος]]» — [[βάρος]] στο [[στομάχι]] από [[δυσπεψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορτίο]], [[ιδίως]] πλοίου («ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το χυδαίο, το φτηνό, το ευτελές<br /><b>3.</b> ύλη, [[περιεχόμενο]] πραγματείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>φορ</i> της ρίζας του ρ. [[φέρω]] ([[πρβλ]]. [[φόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[νόστος]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που επιβαρύνει κάποιον, [[καθετί]] το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «[[μεγάλος]] [[φόρτος]] εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῖσδ' ἔχων χρείας ἐμῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «γραμμές φόρτου»<br /><b>ναυτ.</b> σημάνσεις στο [[σκάφος]] τών φορτηγών πλοίων που δείχνουν το [[μέγιστο]] επιτρεπόμενο [[βύθισμα]]<br />β) «[[συντελεστής]] φόρτου»<br /><b>(αερον.)</b> ο [[λόγος]] του φαινόμενου βάρους ενός αεροσκάφους, [[δηλαδή]] του αθροίσματος του βάρους του αεροσκάφους και της επενεργούσας [[κατά]] τη [[στροφή]] φυγόκεντρης δύναμης, διά του βάρους του<br />γ) «πτερυγικός [[φόρτος]]»<br /><b>(αερον.)</b> η ανά [[μονάδα]] επιφανείας τών πτερύγων αναπτυσσόμενη [[άντωση]]<br />δ) «[[γαστρικός]] [[φόρτος]]» — [[βάρος]] στο [[στομάχι]] από [[δυσπεψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορτίο]], [[ιδίως]] πλοίου («ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το χυδαίο, το φτηνό, το ευτελές<br /><b>3.</b> ύλη, [[περιεχόμενο]] πραγματείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>φορ</i> της ρίζας του ρ. [[φέρω]] ([[πρβλ]]. [[φόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[νόστος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm