3,274,216
edits
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σωτήριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. [[σουτείριος]] Α [[σωτήρ]], -<i>ῆρος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή [[κατάσταση]], κίνδυνο, [[καταστροφή]] (α. «σωτήρια η [[παρέμβαση]] τών γιατρών» β. «καλοῦμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει τη [[σωτηρία]] (α. «τα σωτήρια διδάγματα του Ευαγγελίου» β. «σωτήριον σημεῖον», Ευσ.<br />γ. «[[σωτήριος]], εἰ καὶ πικρὸς ὁ [[φόβος]]», Κλήμ. Αλ.<br />δ. «μίαν πονήσας ἡμέραν ἡμῶν ὕπερ [[σωτήριος]] [[στάς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σωτήριον [[έτος]]» — λέγεται για καθένα από τα έτη που αριθμούνται από τη [[γέννηση]] του Χριστού και εξῆς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χριστό (α. «τοῦ σωτηρίου πάθους», Ωριγ.<br />β. «τὸν σωτήριον τάφον», Θεοδ.)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συντηρεί, που διατηρεί [[κάτι]] (α. «τὸ ἀσθενὲς τῆς μνήμης τῆς ἐμῆς ἐπικουφίζων, κεφαλαίων συστηματικήν ἔκθεσιν μνήμης [[ὑπόμνημα]] σωτήριον πορίζων ἐμαυτῷ», Κλήμ. Αλ.<br />β. «[[ἐλπίς]] σπέρματος σωτηρίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[θεραπευτικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωτήριον</i><br />η [[σωτηρία]], η [[λύτρωση]] («ὅτι [[εἶδον]] οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτηριόν σου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συμπτώματα ασθενείας) αυτός που προμηνύει [[βελτίωση]], [[ανάρρωση]] («ὀλιγοχρόνιον τε καὶ σωτήριον | |mltxt=-α, -ο / [[σωτήριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. [[σουτείριος]] Α [[σωτήρ]], -<i>ῆρος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή [[κατάσταση]], κίνδυνο, [[καταστροφή]] (α. «σωτήρια η [[παρέμβαση]] τών γιατρών» β. «καλοῦμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει τη [[σωτηρία]] (α. «τα σωτήρια διδάγματα του Ευαγγελίου» β. «σωτήριον σημεῖον», Ευσ.<br />γ. «[[σωτήριος]], εἰ καὶ πικρὸς ὁ [[φόβος]]», Κλήμ. Αλ.<br />δ. «μίαν πονήσας ἡμέραν ἡμῶν ὕπερ [[σωτήριος]] [[στάς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σωτήριον [[έτος]]» — λέγεται για καθένα από τα έτη που αριθμούνται από τη [[γέννηση]] του Χριστού και εξῆς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χριστό (α. «τοῦ σωτηρίου πάθους», Ωριγ.<br />β. «τὸν σωτήριον τάφον», Θεοδ.)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συντηρεί, που διατηρεί [[κάτι]] (α. «τὸ ἀσθενὲς τῆς μνήμης τῆς ἐμῆς ἐπικουφίζων, κεφαλαίων συστηματικήν ἔκθεσιν μνήμης [[ὑπόμνημα]] σωτήριον πορίζων ἐμαυτῷ», Κλήμ. Αλ.<br />β. «[[ἐλπίς]] σπέρματος σωτηρίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[θεραπευτικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωτήριον</i><br />η [[σωτηρία]], η [[λύτρωση]] («ὅτι [[εἶδον]] οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτηριόν σου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συμπτώματα ασθενείας) αυτός που προμηνύει [[βελτίωση]], [[ανάρρωση]] («ὀλιγοχρόνιον τε καὶ σωτήριον δηλοῖ τὸ [[νόσημα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σωτήρια</i><br />α) η [[σωτηρία]], η [[διάσωση]]<br />β) ευχαριστήρια [[θυσία]] ή [[σειρά]] θυσιών σε θεό [[μετά]] από [[διάσωση]] ή για την [[αποτροπή]] ενδεχόμενης κρίσιμης περίστασης<br />γ) [[τελετή]] στους Δελφούς για την [[ανάμνηση]] της αποχώρησης τών Γαλατών<br />δ) η [[αμοιβή]] γιατρού<br />ε) [[δημόσια]] αποχωρητήρια στη Σμύρνη<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Σωτήριος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σωτηρίως]] ΜΑ<br /><b>1.</b> με τρόπο που οδηγεί στη [[σωτηρία]]<br /><b>2.</b> με τρόπο που επιδέχεται [[θεραπεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σωτηρίως]] ἔχω» — έχω [[τάση]] [[προς]] [[ανάρρωση]] (<b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |