3,270,341
edits
m (Text replacement - ",;" to ";") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀριθμός]])<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] ομοειδών μονάδων, το [[ποσό]] που προκύπτει από τη μέτρησή τους<br /><b>2.</b> η [[σχέση]] μιας ποσότητας [[προς]] [[άλλη]] που λαμβάνεται ως [[μονάδα]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[διαίρεση]] των κλιτών [[μερών]] του λόγου σε [[τρεις]] κατηγορίες για να δηλωθεί η [[έννοια]] του ενός, των δύο ή των πολλών ([[ενικός]], [[δυϊκός]], [[πληθυντικός]] [[αριθμός]])<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ Ἀριθμοί</i><br />[[τίτλος]] έργου της ΠΔ, το [[τέταρτο]] [[βιβλίο]] της <i>Πεντατεύχου</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το καθένα από τα [[δέκα]] αριθμητικά ψηφία (0, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9), με τα οποία γράφονται οι μονάδες, [[καθώς]] και [[κάθε]] [[συνδυασμός]] αυτών που δηλώνει αριθμητικό [[ποσό]] (33, 685 <b>κ.ά.</b>)<br /><b>2.</b> το αριθμημένο [[πρόσωπο]] ή [[αντικείμενο]]<br /><b>3.</b> [[ένδειξη]] διαστάσεων ή μεγέθους αντικειμένου, το [[νούμερο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αὔξων [[ἀριθμός]]» — το [[νούμερο]] που δηλώνει τη [[σειρά]] αρίθμησης ομοειδών μονάδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]] ή χρόνο) [[διάστημα]], [[έκταση]], [[ποσό]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]], [[μέρος]] συνόλου ομοειδών<br /><b>3.</b> κατάλληλη [[περίσταση]], [[περίπτωση]]<br /><b>4.</b> αριθμητική [[σειρά]], [[διάταξη]]<br /><b>5.</b> [[τάξη]], [[αξία]], [[σημασία]], [[θέση]]<br /><b>6.</b> [[σημείο]] πληρότητας ή ολοκλήρωσης<br /><b>7.</b> [[κάτι]] που θεωρείται [[απλώς]] ως [[ποσότητα]] [[χωρίς]] να του αποδίδεται ιδιαίτερη [[σημασία]], το ασήμαντο<br /><b>8.</b> [[αρίθμηση]], [[μέτρημα]], [[υπολογισμός]]<br /><b>9.</b> ο [[ρυθμός]] στον πεζό λόγο<br /><b>10.</b> <b>(περιλπτ.)</b> αναξιόλογο [[πλήθος]] ανθρώπων<br /><b>11.</b> η αριθμητική, η [[επιστήμη]] των αριθμών<br /><b>12.</b> <i>οἱ ἀριθμοί</i><br />τα στρατιωτικά τάγματα<br /><b>13.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η αφηρημένη [[έννοια]] του αριθμού<br /><b>14.</b> (στη δοτ.) ἀριθμῷ<br />ορισμένο, καθορισμένο [[ποσό]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἀριθμοὶ τοῦ σώματος» — οι αναλογίες του σώματος<br />β) «[[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ἀργυρίου ἢ χρυσίου» — χρηματικό [[ποσό]]<br />γ) «ἀριθμὸν ἔχω» ή «ἐν ἀριθμῷ εἰμι» — λαμβάνομαι υπ' όψιν, [[υπολογίζομαι]], λογαριάζομαι<br />δ) «[[ἀριθμός]] ἡμερῶν» — [[τέλος]] χρονικού διαστήματος, [[λήξη]], [[συμπλήρωση]] ορισμένης [[χρονικής]] περιόδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο σε -<i>θμός</i> από θ. <i>αρι</i>-, το οποίο υπάρχει στον τ. [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» ([[πρβλ]]. όνομα προσώπου <i>Επήριτος</i>, αρκαδ. <i>Πεδάριτος</i> και αρκαδ. προσηγορ. όν. <i>Επάριτοι</i> «εκλεκτοί»). Η [[σύγκριση]] με το αβεστ. <i>rῑm</i> «[[λογαριασμός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>rῑm</i> «[[σειρά]], [[αριθμός]]», αρχ. ιρλ. <i>rῑm</i> «[[αριθμός]]», λατ. <i> | |mltxt=ο (AM [[ἀριθμός]])<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] ομοειδών μονάδων, το [[ποσό]] που προκύπτει από τη μέτρησή τους<br /><b>2.</b> η [[σχέση]] μιας ποσότητας [[προς]] [[άλλη]] που λαμβάνεται ως [[μονάδα]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[διαίρεση]] των κλιτών [[μερών]] του λόγου σε [[τρεις]] κατηγορίες για να δηλωθεί η [[έννοια]] του ενός, των δύο ή των πολλών ([[ενικός]], [[δυϊκός]], [[πληθυντικός]] [[αριθμός]])<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ Ἀριθμοί</i><br />[[τίτλος]] έργου της ΠΔ, το [[τέταρτο]] [[βιβλίο]] της <i>Πεντατεύχου</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το καθένα από τα [[δέκα]] αριθμητικά ψηφία (0, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9), με τα οποία γράφονται οι μονάδες, [[καθώς]] και [[κάθε]] [[συνδυασμός]] αυτών που δηλώνει αριθμητικό [[ποσό]] (33, 685 <b>κ.ά.</b>)<br /><b>2.</b> το αριθμημένο [[πρόσωπο]] ή [[αντικείμενο]]<br /><b>3.</b> [[ένδειξη]] διαστάσεων ή μεγέθους αντικειμένου, το [[νούμερο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αὔξων [[ἀριθμός]]» — το [[νούμερο]] που δηλώνει τη [[σειρά]] αρίθμησης ομοειδών μονάδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]] ή χρόνο) [[διάστημα]], [[έκταση]], [[ποσό]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]], [[μέρος]] συνόλου ομοειδών<br /><b>3.</b> κατάλληλη [[περίσταση]], [[περίπτωση]]<br /><b>4.</b> αριθμητική [[σειρά]], [[διάταξη]]<br /><b>5.</b> [[τάξη]], [[αξία]], [[σημασία]], [[θέση]]<br /><b>6.</b> [[σημείο]] πληρότητας ή ολοκλήρωσης<br /><b>7.</b> [[κάτι]] που θεωρείται [[απλώς]] ως [[ποσότητα]] [[χωρίς]] να του αποδίδεται ιδιαίτερη [[σημασία]], το ασήμαντο<br /><b>8.</b> [[αρίθμηση]], [[μέτρημα]], [[υπολογισμός]]<br /><b>9.</b> ο [[ρυθμός]] στον πεζό λόγο<br /><b>10.</b> <b>(περιλπτ.)</b> αναξιόλογο [[πλήθος]] ανθρώπων<br /><b>11.</b> η αριθμητική, η [[επιστήμη]] των αριθμών<br /><b>12.</b> <i>οἱ ἀριθμοί</i><br />τα στρατιωτικά τάγματα<br /><b>13.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η αφηρημένη [[έννοια]] του αριθμού<br /><b>14.</b> (στη δοτ.) ἀριθμῷ<br />ορισμένο, καθορισμένο [[ποσό]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἀριθμοὶ τοῦ σώματος» — οι αναλογίες του σώματος<br />β) «[[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ἀργυρίου ἢ χρυσίου» — χρηματικό [[ποσό]]<br />γ) «ἀριθμὸν ἔχω» ή «ἐν ἀριθμῷ εἰμι» — λαμβάνομαι υπ' όψιν, [[υπολογίζομαι]], λογαριάζομαι<br />δ) «[[ἀριθμός]] ἡμερῶν» — [[τέλος]] χρονικού διαστήματος, [[λήξη]], [[συμπλήρωση]] ορισμένης [[χρονικής]] περιόδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο σε -<i>θμός</i> από θ. <i>αρι</i>-, το οποίο υπάρχει στον τ. [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» ([[πρβλ]]. όνομα προσώπου <i>Επήριτος</i>, αρκαδ. <i>Πεδάριτος</i> και αρκαδ. προσηγορ. όν. <i>Επάριτοι</i> «εκλεκτοί»). Η [[σύγκριση]] με το αβεστ. <i>rῑm</i> «[[λογαριασμός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>rῑm</i> «[[σειρά]], [[αριθμός]]», αρχ. ιρλ. <i>rῑm</i> «[[αριθμός]]», λατ. <i>rῖtus</i> «[[ιερός]] [[θεσμός]]» οδηγεί σε θ. <i>ri</i>-, του οποίου το ελλ. <i>αρι</i>- αποτελεί πιθ. [[παραλλαγή]] (το <i>α</i>- ίσως [[πρόθεση]]). Ο [[ιωνικός]] τ. <i>αμιθρός</i> ([[πρβλ]]. ρ. <i>αμιθρέω</i>, -<i>ώ</i>) σχηματίστηκε από [[αντιμετάθεση]] φθόγγων του τ. [[αριθμός]]. Η λ. απαντά στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με την [[έννοια]] του «πλήθους», από την οποία προήλθαν οι σημασίες «[[λογαριασμός]], [[ποσότητα]]», ενώ σπάνια χρησιμοποιείται με τη [[σημασία]] «αριθμητική» ή για να δηλώσει τη [[γραμματική]] [[κατηγορία]] του αριθμού. Στον πεζό λόγο, [[αλλά]] σπανιότερα και στην [[ποίηση]], δήλωνε τον «ρυθμό», ενώ σε μεταγενέστερη [[εποχή]] τη «στρατιωτική [[μονάδα]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>numerus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αριθμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρίθμιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α<i>'</i> συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αριθμομηχανή]], [[αριθμομνήμων]]<br />(β<i>'</i> συνθετικό) [[ανάριθμος]], [[ενάριθμος]], [[ισάριθμος]], [[πολυάριθμος]], [[υπεράριθμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτοαριθμός</i>, [[ετεράριθμος]], [[συνάριθμος]], <i>τοσοντάριθμος</i>, [[τρισάριθμος]], [[ψευδαριθμός]], [[ωράριθμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εξάριθμος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>εικοσάριθμος</i>, [[τοσάριθμος]], [[χιλιάριθμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απειράριθμος]], [[ευάριθμος]], [[λογάριθμος]], [[ολιγάριθμος]], <i>ταντάριθμος</i>, [[τιμάριθμος]], [[τοκάριθμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |