Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀΐτας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, -ιδος) (Α)<br />([[λέξη]] της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)<br /><b>1.</b> ο [[νέος]] που αγαπιέται, ο [[ερωμένος]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[εἰσπνήλας]] ή [[εἴσπνηλος]] (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εραστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ἐνηής]] «[[ήπιος]], [[ευμενής]]» (από <i>ἦος</i>, το <span style="color: red;"><</span> <i>ἆ</i>(<i>F</i>)<i>ος</i><br />[[ήτοι]] <i>ἀίτας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>(<i>F</i>)-<i>ίτᾶς</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>ἀίω</i> «[[ακούω]]»].
|mltxt=ἀίτας, ο (θηλ. ἀῖτις, -ιδος) (Α)<br />([[λέξη]] της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)<br /><b>1.</b> ο [[νέος]] που αγαπιέται, ο [[ερωμένος]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[εἰσπνήλας]] ή [[εἴσπνηλος]] (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εραστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ἐνηής]] «[[ήπιος]], [[ευμενής]]» (από <i>ἦος</i>, το <span style="color: red;"><</span> <i>ἆ</i>(<i>F</i>)<i>ος</i><br />[[ήτοι]] <i>ἀίτας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>(<i>F</i>)-<i>ίτᾶς</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>ἀίω</i> «[[ακούω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm