Anonymous

ἥκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἥκω]] (AM)<br />(ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.)<br /><b>1.</b> έχω έλθει, έχω φθάσει, [[είμαι]] [[παρών]] (α. «[[οὔπω]] ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ<br />β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.)<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («το γε ἐπ' αὐτοὺς ἧκον [[μέρος]]» — όσο εξαρτάται απ' αυτούς, Φιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με την [[πρόθεση]] ἐπί και αιτ.) α) επιτίθεμαι, [[επέρχομαι]], [[προσβάλλω]] («ἧκεν ἐφ' ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) έχω έλθει για («ἐπὶ τὸ [[στράτευμα]] ἥκουσι» — έχουν έλθει για το [[στράτευμα]], <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω περιέλθει, έχω φθάσει, έχω καταντήσει («εἰς τοῦτο δ' ἥκεις ἀμαθίας» — σε τέτοιο [[σημείο]] αμάθειας έχεις καταντήσει, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[διέρχομαι]] από κάποιο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> έχω επανέλθει, επέστρεψα<br /><b>5.</b> (με μτχ. μέλλ.) έχω έλθει για να, έχω έλθει να «ταῡθ' ἥκω φράσων» — έχω έλθει για να πω αυτά, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[είμαι]] («θεοῖς γ' [[ἔχθιστος]] ἥκω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τροφές, εδέσματα) έχω παρατεθεί<br /><b>8.</b> [[ανήκω]], αναφέρομαι, έχω [[σχέση]], [[αναφορά]], [[συγγένεια]], [[συνάφεια]] («ποῖ [[λόγος]] ἥκει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) αρμόζει, ταιριάζει («ἧκέ μοι γένει πενθεῖν» — άρμοζε να [[πενθώ]] λόγω της συγγένειας, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> (στο γ' εν. πρόσ. με μτχ. έχει επιρρ. σημ.) [[συνήθως]], [[συχνά]], επανειλημμένως («ὅ καὶ νῦν ἥκει γενόμενον» — αυτό που συμβαίνει [[συνήθως]] και [[τώρα]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>11.</b> (με τη μτχ. φέρων ή έχων) έχω έλθει φέροντας, έχω έλθει έχοντας «ἥκω φέρων»,<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς ταὐτόν ἥκω» — έχω καταλήξει στο ίδιο [[σημείο]], [[συμφωνώ]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «εὖ ἥκειν τινός» — έχω [[αφθονία]] ενός πράγματος («χρημάτων εὖ ἥκοντες»<br /><b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «ὡρέων δὲ ἥκουσαν οὐχ ὁμοίως» — η οποία έχει ανόμοιες ώρες του έτους, <b>Ηρόδ.</b><br />δ) «πῶς ἀγῶνος ἥκομεν;» — πώς τα πήγαμε με τον αγώνα; (<b>Ευρ.</b>)<br />ε) «γένους ἥκεις ὧδε τοῑσδε» — είσαι σ' αυτό τον βαθμό [[συγγενής]] μ' αυτούς, (<b>Ευρ.</b>)<br />στ) «οὕτω [[πόρρω]] σοφίας ἥκεις» — έχει προχωρήσει τόσο πολύ στη [[σοφία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ζ) «δυνάμιός τε ἥκεις [[μεγάλης]]» — είσαι πολύ [[δυνατός]], έφθασες σε [[μεγάλη]] [[δύναμη]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το ρ. έχει [[σημασία]] παρακειμένου και ανάγεται, όπως και το ενεστωτικής σημασίας συγγενές του ίκω σε ΙΕ [[ρίζα]] sē(i)k- «[[πιάνω]], [[φθάνω]] με το [[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανήκω]], [[διήκω]], [[συνανήκω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιπαρήκω]], [[αφήκω]], [[εισήκω]], [[ενδιήκω]], [[ἐνήκω|ενήκω]], [[εξήκω]], [[επανήκω]], [[ἐπιδιήκω|επιδιήκω]], [[εφήκω]], [[καθήκω]], [[μεθήκω]], [[παρήκω]], [[περιήκω]], [[προήκω]], [[προσήκω]], [[συμπαρήκω]], [[συνεπανήκω]], [[συνήκω]], [[υπερείκω]]].
|mltxt=[[ἥκω]] (AM)<br />(ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.)<br /><b>1.</b> έχω έλθει, έχω φθάσει, [[είμαι]] [[παρών]] (α. «[[οὔπω]] ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ<br />β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.)<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («το γε ἐπ' αὐτοὺς ἧκον [[μέρος]]» — όσο εξαρτάται απ' αυτούς, Φιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με την [[πρόθεση]] ἐπί και αιτ.) α) επιτίθεμαι, [[επέρχομαι]], [[προσβάλλω]] («ἧκεν ἐφ' ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) έχω έλθει για («ἐπὶ τὸ [[στράτευμα]] ἥκουσι» — έχουν έλθει για το [[στράτευμα]], <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω περιέλθει, έχω φθάσει, έχω καταντήσει («εἰς τοῦτο δ' ἥκεις ἀμαθίας» — σε τέτοιο [[σημείο]] αμάθειας έχεις καταντήσει, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[διέρχομαι]] από κάποιο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> έχω επανέλθει, επέστρεψα<br /><b>5.</b> (με μτχ. μέλλ.) έχω έλθει για να, έχω έλθει να «ταῡθ' ἥκω φράσων» — έχω έλθει για να πω αυτά, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[είμαι]] («θεοῖς γ' [[ἔχθιστος]] ἥκω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τροφές, εδέσματα) έχω παρατεθεί<br /><b>8.</b> [[ανήκω]], αναφέρομαι, έχω [[σχέση]], [[αναφορά]], [[συγγένεια]], [[συνάφεια]] («ποῖ [[λόγος]] ἥκει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) αρμόζει, ταιριάζει («ἧκέ μοι γένει πενθεῖν» — άρμοζε να [[πενθώ]] λόγω της συγγένειας, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> (στο γ' εν. πρόσ. με μτχ. έχει επιρρ. σημ.) [[συνήθως]], [[συχνά]], επανειλημμένως («ὅ καὶ νῦν ἥκει γενόμενον» — αυτό που συμβαίνει [[συνήθως]] και [[τώρα]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>11.</b> (με τη μτχ. φέρων ή έχων) έχω έλθει φέροντας, έχω έλθει έχοντας «ἥκω φέρων»,<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς ταὐτόν ἥκω» — έχω καταλήξει στο ίδιο [[σημείο]], [[συμφωνώ]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «εὖ ἥκειν τινός» — έχω [[αφθονία]] ενός πράγματος («χρημάτων εὖ ἥκοντες»<br /><b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «ὡρέων δὲ ἥκουσαν οὐχ ὁμοίως» — η οποία έχει ανόμοιες ώρες του έτους, <b>Ηρόδ.</b><br />δ) «πῶς ἀγῶνος ἥκομεν;» — πώς τα πήγαμε με τον αγώνα; (<b>Ευρ.</b>)<br />ε) «γένους ἥκεις ὧδε τοῖσδε» — είσαι σ' αυτό τον βαθμό [[συγγενής]] μ' αυτούς, (<b>Ευρ.</b>)<br />στ) «οὕτω [[πόρρω]] σοφίας ἥκεις» — έχει προχωρήσει τόσο πολύ στη [[σοφία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ζ) «δυνάμιός τε ἥκεις [[μεγάλης]]» — είσαι πολύ [[δυνατός]], έφθασες σε [[μεγάλη]] [[δύναμη]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το ρ. έχει [[σημασία]] παρακειμένου και ανάγεται, όπως και το ενεστωτικής σημασίας συγγενές του ίκω σε ΙΕ [[ρίζα]] sē(i)k- «[[πιάνω]], [[φθάνω]] με το [[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανήκω]], [[διήκω]], [[συνανήκω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιπαρήκω]], [[αφήκω]], [[εισήκω]], [[ενδιήκω]], [[ἐνήκω|ενήκω]], [[εξήκω]], [[επανήκω]], [[ἐπιδιήκω|επιδιήκω]], [[εφήκω]], [[καθήκω]], [[μεθήκω]], [[παρήκω]], [[περιήκω]], [[προήκω]], [[προσήκω]], [[συμπαρήκω]], [[συνεπανήκω]], [[συνήκω]], [[υπερείκω]]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer