Anonymous

στεγανός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στεγανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που κλείνει ερμητικά, [[αδιαπέραστος]] από [[υγρό]], [[υδατοστεγής]] ή [[αεροστεγής]] (α. «[[στεγανός]] [[τοίχος]]» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν [[τρίχα]] στεγανήν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «στεγανὰ πλοῑα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα στεγανά</i><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[διαμέρισμα]] του πλοίου που κλείνει ερμητικά και δεν επιτρέπει την είσοδο νερού από το ένα [[διάφραγμα]] στο [[άλλο]] σε [[περίπτωση]] ατυχήματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> χώροι ή τομείς υπηρεσίας ή οργανισμού στους οποίους δεν επιτρέπεται η [[προσπέλαση]] [[ακόμη]] και εκείνων που θα μπορούσαν [[νόμιμα]] να ενημερωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περικλείει, που περιορίζει κάποιον («στεγανὸν [[δίκτυον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλά στεγαστεί, που έχει προστατευθεί<br /><b>3.</b> (για [[οικοδόμημα]]) στεγασμένος<br /><b>4.</b> καλά οχυρωμένος<br /><b>5.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[προσεκτικός]], συγκρατημένος («Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος», Αλκίφρ.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στεγανόν</i><br />α) η [[ηθική]] [[χαλαρότητα]] («τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ στεγανόν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (<b>ως επίρρ.</b>) i) [[κατά]] τρόπο στεγανό, αδιαπέραστο, ερμητικώς<br />ii) ανθεκτικά, ισχυρώς<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «στεγανὴ [[νηδύς]]» — [[κοιλιά]] με προβλήματα δυσκοιλιότητας (<b>Νίκ.</b>)<br />β) «στεγανὴ [[δίαιτα]]» — [[διαβίωση]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]], όχι στο ύπαιθρο <b>(Φίλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[τραγανός]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[στεγανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που κλείνει ερμητικά, [[αδιαπέραστος]] από [[υγρό]], [[υδατοστεγής]] ή [[αεροστεγής]] (α. «[[στεγανός]] [[τοίχος]]» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν [[τρίχα]] στεγανήν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «στεγανὰ πλοῖα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα στεγανά</i><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[διαμέρισμα]] του πλοίου που κλείνει ερμητικά και δεν επιτρέπει την είσοδο νερού από το ένα [[διάφραγμα]] στο [[άλλο]] σε [[περίπτωση]] ατυχήματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> χώροι ή τομείς υπηρεσίας ή οργανισμού στους οποίους δεν επιτρέπεται η [[προσπέλαση]] [[ακόμη]] και εκείνων που θα μπορούσαν [[νόμιμα]] να ενημερωθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περικλείει, που περιορίζει κάποιον («στεγανὸν [[δίκτυον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλά στεγαστεί, που έχει προστατευθεί<br /><b>3.</b> (για [[οικοδόμημα]]) στεγασμένος<br /><b>4.</b> καλά οχυρωμένος<br /><b>5.</b> (για ζώα) [[κατοικίδιος]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[προσεκτικός]], συγκρατημένος («Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος», Αλκίφρ.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στεγανόν</i><br />α) η [[ηθική]] [[χαλαρότητα]] («τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ στεγανόν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (<b>ως επίρρ.</b>) i) [[κατά]] τρόπο στεγανό, αδιαπέραστο, ερμητικώς<br />ii) ανθεκτικά, ισχυρώς<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «στεγανὴ [[νηδύς]]» — [[κοιλιά]] με προβλήματα δυσκοιλιότητας (<b>Νίκ.</b>)<br />β) «στεγανὴ [[δίαιτα]]» — [[διαβίωση]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]], όχι στο ύπαιθρο <b>(Φίλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[τραγανός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm