Anonymous

ἔκφορος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι γυναῑκες» — έγκυες γυναίκες.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι γυναῖκες» — έγκυες γυναίκες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm