Anonymous

τοῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οία, -ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α<br />(δεικτ. αντων.)<br /><b>1.</b> (ως [[απόκριση]] στην αναφ. αντων. [[οἷος]], στην ερωτ. αντων. <i>ποῖος</i> και στην αόρ. αντων. [[ποιός]]) [[τέτοιος]] («τοῑον [[ὅπως]] ἐθέλει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (απόλ. όταν αναφέρεται σε [[κάτι]] που έχει λεχθεί [[προηγουμένως]]) [[τέτοιος]], όπως έχει λεχθεί (α. «οὐ μᾶλλον τοῑον ἤ τοῑον [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «oἱ μὲν τοῑοι, οἱ δὲ τοῑοι», Επίκ.)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να... («ἡμεῖς δ' οὐ νύ τι τοῑοι ἀμύνεμεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (με επίθ. του ίδιου γένους και της ίδιας πτώσης ως εμφαντικό) τόσο («[[πέλαγος]] μέγα τοῑον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οἶος]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τοῑον</i><br />α) τόσο πολύ<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πάρα]] πολύ<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θαμὰ τοῑον»<br />i) τόσο [[συχνά]] (<b>Ομ.</b>)<br />ii) πολύ [[συχνά]] (<b>Ομ.</b>)<br />β) «σιγῇ τοῑον» — ακριβώς σε [[σιγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η δεικτική [[αντωνυμία]] [[τοῖος]], <i>τοία</i>, <i>τοῖον</i> έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>to</i>-/ <i>ta</i>-/ <i>toi</i>- του ουδ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>το</i> <b>βλ. λ.</b> με [[επίθημα]] -<i>οιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[οἷος]], [[ποῖος]]) που έχει προέλθει με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>y</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η αντων. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τη γεν. πληθ. <i>τοίων</i> του άρθρου, που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική [[αλλά]] μαρτυρείται στην Αρχαία Ινδική (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tes</i><i>ā</i><i>m</i>, αρχ. νορβ. <i>peira</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>tois</i><i>ō</i><i>m</i>)].
|mltxt=-οία, -ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α<br />(δεικτ. αντων.)<br /><b>1.</b> (ως [[απόκριση]] στην αναφ. αντων. [[οἷος]], στην ερωτ. αντων. <i>ποῖος</i> και στην αόρ. αντων. [[ποιός]]) [[τέτοιος]] («τοῑον [[ὅπως]] ἐθέλει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (απόλ. όταν αναφέρεται σε [[κάτι]] που έχει λεχθεί [[προηγουμένως]]) [[τέτοιος]], όπως έχει λεχθεί (α. «οὐ μᾶλλον τοῑον ἤ τοῑον [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «oἱ μὲν τοῑοι, οἱ δὲ τοῑοι», Επίκ.)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να... («ἡμεῖς δ' οὐ νύ τι τοῑοι ἀμύνεμεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (με επίθ. του ίδιου γένους και της ίδιας πτώσης ως εμφαντικό) τόσο («[[πέλαγος]] μέγα τοῑον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οἶος]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τοῑον</i><br />α) τόσο πολύ<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πάρα]] πολύ<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θαμὰ τοῑον»<br />i) τόσο [[συχνά]] (<b>Ομ.</b>)<br />ii) πολύ [[συχνά]] (<b>Ομ.</b>)<br />β) «σιγῇ τοῖον» — ακριβώς σε [[σιγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η δεικτική [[αντωνυμία]] [[τοῖος]], <i>τοία</i>, <i>τοῖον</i> έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>to</i>-/ <i>ta</i>-/ <i>toi</i>- του ουδ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>το</i> <b>βλ. λ.</b> με [[επίθημα]] -<i>οιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[οἷος]], [[ποῖος]]) που έχει προέλθει με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>y</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η αντων. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τη γεν. πληθ. <i>τοίων</i> του άρθρου, που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική [[αλλά]] μαρτυρείται στην Αρχαία Ινδική (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tes</i><i>ā</i><i>m</i>, αρχ. νορβ. <i>peira</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>tois</i><i>ō</i><i>m</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm