Anonymous

ἀνθρακῖτις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
(4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α ἀνθρακῑτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρρώστια]] των αμπελιών<br /><b>2.</b> [[περιοχή]] που έχει γαιάνθρακες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] καύσιμου άνθρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνθραξ]]. Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] της μαρτυρείται από το 1890 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i> ως [[απόδοση]] του γαλλ. <i>anthracuose</i>].
|mltxt=η (Α ἀνθρακῖτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρρώστια]] των αμπελιών<br /><b>2.</b> [[περιοχή]] που έχει γαιάνθρακες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] καύσιμου άνθρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνθραξ]]. Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] της μαρτυρείται από το 1890 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i> ως [[απόδοση]] του γαλλ. <i>anthracuose</i>].
}}
}}