Anonymous

ῥινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ και ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[σπανίως]]) το [[δέρμα]] νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέρμα]] από ζώο, [[δορά]] (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», <b>Πινδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[δέρμα]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[βλήμα]] της σφενδόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fῥῑνός</i>, με αρκτικό <i>F</i>-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό <i>wirino</i> και οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[γρῖνος]]<br />[[δέρμα]], [[γρίντης]]<br />[[βυρσεύς]]) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ī</i>- με σημ. «[[σχίζω]], [[χαράζω]], [[τέμνω]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>wr</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[χαράζω]], [[γράφω]]», γερμ. <i>reissen</i> «[[σχίζω]]») με [[επίθημα]] -<i>vo</i>-<i>s</i>. Ξεκινώντας από τη [[ρίζα]], καταλήγουμε στο [[συμπέρασμα]] ότι η αρχική σημ. της λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] «[[δέρμα]] που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (<b>πρβλ.</b> [[δέρμα]]: [[δέρω]])].
|mltxt=ἡ και ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[σπανίως]]) το [[δέρμα]] νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέρμα]] από ζώο, [[δορά]] (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», <b>Πινδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[δέρμα]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[βλήμα]] της σφενδόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fῥῖνός</i>, με αρκτικό <i>F</i>-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό <i>wirino</i> και οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[γρῖνος]]<br />[[δέρμα]], [[γρίντης]]<br />[[βυρσεύς]]) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ī</i>- με σημ. «[[σχίζω]], [[χαράζω]], [[τέμνω]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>wr</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[χαράζω]], [[γράφω]]», γερμ. <i>reissen</i> «[[σχίζω]]») με [[επίθημα]] -<i>vo</i>-<i>s</i>. Ξεκινώντας από τη [[ρίζα]], καταλήγουμε στο [[συμπέρασμα]] ότι η αρχική σημ. της λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] «[[δέρμα]] που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (<b>πρβλ.</b> [[δέρμα]]: [[δέρω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm