Anonymous

τρεῖς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[τρία]] / τρεῖς, [[τρία]], ΝΜΑ<br />(απόλ. αριθμτ.)<br />Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. <i>τρέες</i> και <i>τρῆς</i> και <i>τρῑς</i><br />β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. <i>τριών</i>, <i>τριῶν</i><br />γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. <i>τρισί</i> και <i>τριοῖσι</i> και <i>τρίεσσι</i>, αιολ. τ. <i>τρίσσι</i><br />δ) αιτ. αρσ. και θηλ. [[τρεις]], <i>τρεῖς</i> και δωρ. τ. <i>τρίινς</i> και <i>τρῑς</i>, ουδ. [[τρία]]<br />II. ΣΗΜΑΣΙΑ: ο [[αμέσως]] [[μετά]] το δύο [[ακέραιος]] [[αριθμός]], που εκφράζει την [[έννοια]] της ποσότητας η οποία σχηματίζεται όταν στις δύο μονάδες προσθέσουμε [[ακόμα]] μία (α. «[[τρεις]] άνδρες» β. «[[τρία]] ἔπεα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. με το [[άρθρο]]) το [[τρία]]<br />α) ο [[αριθμός]] και το [[σύμβολο]] 3<br />β) αυτός που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 3 (α. «το [[τρία]] [[τραπέζι]]» β. «το [[τρία]] [[σπαθί]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πάτησε τα [[τρία]]» — μπήκε στο τρίτο [[έτος]] της ηλικίας του<br />β) «[[μέθοδος]] τών τριών»<br /><b>μαθημ.</b> βασική [[μέθοδος]] επίλυσης προβλημάτων [[κατά]] την οποία από [[τρία]] δεδομένα βρίσκεται το [[ζητούμενο]] [[τέταρτο]]<br />γ) «[[πρόβλημα]] τριών σωμάτων»<br />(αστρον.-φυσ.) το [[πρόβλημα]] προσδιορισμού της κίνησης ενός συστήματος τριών ουράνιων σωμάτων, η οποία δεν διέπεται [[παρά]] μόνον από τις ασκούμενες [[μεταξύ]] τους δυνάμεις βαρύτητας, [[πρόβλημα]] στο οποίο δεν έχει δοθεί [[ακόμη]] [[λύση]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «[[τρεις]] κι ο [[κούκος]]»<br /><b>(μειωτ.)</b> λέγεται για ελάχιστο αριθμό προσώπων<br />β) «[[τρεις]] λαλούν και δυο χορεύουν» — λέγεται για περιπτώσεις στις οποίες επικρατεί [[ακαταστασία]] και [[έλλειψη]] συστήματος σε μία [[επιχείρηση]] την οποία διευθύνουν περισσότερα άτομα από όσα εργάζονται<br />γ) «[[κάθε]] [[τρεις]] και λίγο» ή «[[κάθε]] [[τρεις]] και [[λιγουλάκι]]» — πολύ [[συχνά]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[τρεις]] το [[λάδι]], [[τρεις]] το [[ξίδι]] κι έξι το λαδοξιδο» — λέγεται σε περιπτώσεις σκόπιμα εσφαλμένων υπολογισμών για [[αποκόμιση]] παράνομου κέρδους<br />β) «[[τρία]] πουλάκια κάθονται και πίνουν και ταμπάκο» ή, [[απλώς]], «[[τρία]] πουλάκια κάθονται» — λέγεται για [[άτομο]] που αδιαφορεί [[προς]] τις συμβουλές οι οποίες του δίνονται ή για [[άτομο]] που λέει πράγματα άσχετα [[προς]] το [[θέμα]] της ομιλίας<br />γ) «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, [[τρεις]] και η κακή του [[μέρα]]» — και ο πιο [[επιτήδειος]] [[κακοποιός]] [[κάποτε]] θα πιαστεί<br />δ) «μια του φίλου, δυο του φίλου, [[τρεις]] και την κακή του [[μέρα]]» — [[ακόμη]] και οι φίλοι καταντούν ανεπιθύμητοι όταν έχουν υπερβολικές ή συχνές αξιώσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τρία]] καί δύο»<br />(στον <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] τον σχολιαστή) «[[τρία]] καὶ δύο, [[τρία]] μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο<br />ἀρίστη δὲ κρᾱσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος [[τρία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το απόλ. αριθμτ. [[τρεῖς]], [[τρία]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>treyes</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ ρ. <i>trei</i>- / <i>tri</i>-). Η ονομ. του αρσ. και θηλ. εμφανίζεται στη δωρ. διάλ. και ασυναίρετη <i>τρέες</i> και συνηρημένη <i>τρῆς</i>, στην αττ. διάλ. η [[συναίρεση]] έδωσε τον τ. [[τρεῖς]], που χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική, ενώ η βοιωτ. διάλ. χρησιμοποίησε ως ονομαστική τον τ. <i>τρῖς</i> της αιτιατικής. Η ονομ. <i>τρέες</i> / <i>τρῆς</i> / [[τρεῖς]] συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>trayah</i>, λατ. <i>tr</i><i>ē</i><i>s</i>, γοτθ. <i>?reis</i>, αρχ. σλαβ. <i>trĭje</i>, ενώ το ουδ. [[τρία]], που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>τρι</i>- της ρίζας, αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. <i>tr</i><i>ī</i>, αρχ. σλαβ. <i>tri</i>, λατ. <i>tria</i>. Η γενική <i>τριῶν</i> αντιστοιχεί με το λατ. <i>trium</i>, ενώ η δοτ. <i>τρι</i>-<i>σί</i> με το αρχ. ινδ. <i>trisu</i>. Παράλληλα με τη δοτ. <i>τρισί</i> μαρτυρείται στην ιων. διάλ. και θεματική [[δοτική]] [[τριοῖσι]]. Στην [[αιτιατική]] [[αρχικός]] τ. θεωρείται το δωρ. <i>τρῖς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τρινς</i><span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>trins</i>), <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tr</i><i>ī</i><i>n</i>, γοτθ. <i>?rins</i>. Ο τ. <i>τρίινς</i> στην [[Κρήτη]] εμφανίζει δύο συλλαβές, πιθ. [[κατά]] τη γεν. <i>τριῶν</i>, ενώ στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως [[αιτιατική]] ο τ. [[τρεῖς]] της ονομαστικής. Από την εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρι</i>- του θέματος, [[εκτός]] από τις πλάγιες πτώσεις και το ουδ. [[τρία]], έχουν σχηματιστεί όλα τα παράγωγα του αριθμτ., όπως [[είναι]] τα επιρρ. [[τρίς]], <i>τρί</i>-<i>χα</i>, <i>τρι</i>-<i>χῶς</i>, το [[τακτ]]. αριθμτ. [[τρίτος]] και τα ουσ. <i>τρι</i>-<i>άς</i>, <i>τρί</i>-<i>τρα</i>, <i>τρί</i>-<i>αινα</i>. Από το θ. <i>τρι</i>-, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί πάμπολλα σύνθ. με α' συνθετικό <i>τρι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]], <i>τρί</i>-<i>μηνος</i>, <i>τρί</i>-<i>οδος</i>, [[τρίπους]], <b>βλ. λ.</b> <i>τρι</i>-). Σε ό,τι αφορά, [[τέλος]], τήν [[προέλευση]] της ρίζας του αριθμτ. <i>tre</i>-<i>i</i>-, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι θα μπορούσε να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[διαπερνώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]]) με την [[έννοια]] ότι ο [[αριθμός]] [[τρία]] έχει υπερβεί, έχει ξεπεράσει τον αριθμό <i>δύο</i>].
|mltxt=[[τρία]] / τρεῖς, [[τρία]], ΝΜΑ<br />(απόλ. αριθμτ.)<br />Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. <i>τρέες</i> και <i>τρῆς</i> και <i>τρῑς</i><br />β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. <i>τριών</i>, <i>τριῶν</i><br />γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. <i>τρισί</i> και <i>τριοῖσι</i> και <i>τρίεσσι</i>, αιολ. τ. <i>τρίσσι</i><br />δ) αιτ. αρσ. και θηλ. [[τρεις]], <i>τρεῖς</i> και δωρ. τ. <i>τρίινς</i> και <i>τρῖς</i>, ουδ. [[τρία]]<br />II. ΣΗΜΑΣΙΑ: ο [[αμέσως]] [[μετά]] το δύο [[ακέραιος]] [[αριθμός]], που εκφράζει την [[έννοια]] της ποσότητας η οποία σχηματίζεται όταν στις δύο μονάδες προσθέσουμε [[ακόμα]] μία (α. «[[τρεις]] άνδρες» β. «[[τρία]] ἔπεα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. με το [[άρθρο]]) το [[τρία]]<br />α) ο [[αριθμός]] και το [[σύμβολο]] 3<br />β) αυτός που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 3 (α. «το [[τρία]] [[τραπέζι]]» β. «το [[τρία]] [[σπαθί]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πάτησε τα [[τρία]]» — μπήκε στο τρίτο [[έτος]] της ηλικίας του<br />β) «[[μέθοδος]] τών τριών»<br /><b>μαθημ.</b> βασική [[μέθοδος]] επίλυσης προβλημάτων [[κατά]] την οποία από [[τρία]] δεδομένα βρίσκεται το [[ζητούμενο]] [[τέταρτο]]<br />γ) «[[πρόβλημα]] τριών σωμάτων»<br />(αστρον.-φυσ.) το [[πρόβλημα]] προσδιορισμού της κίνησης ενός συστήματος τριών ουράνιων σωμάτων, η οποία δεν διέπεται [[παρά]] μόνον από τις ασκούμενες [[μεταξύ]] τους δυνάμεις βαρύτητας, [[πρόβλημα]] στο οποίο δεν έχει δοθεί [[ακόμη]] [[λύση]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «[[τρεις]] κι ο [[κούκος]]»<br /><b>(μειωτ.)</b> λέγεται για ελάχιστο αριθμό προσώπων<br />β) «[[τρεις]] λαλούν και δυο χορεύουν» — λέγεται για περιπτώσεις στις οποίες επικρατεί [[ακαταστασία]] και [[έλλειψη]] συστήματος σε μία [[επιχείρηση]] την οποία διευθύνουν περισσότερα άτομα από όσα εργάζονται<br />γ) «[[κάθε]] [[τρεις]] και λίγο» ή «[[κάθε]] [[τρεις]] και [[λιγουλάκι]]» — πολύ [[συχνά]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[τρεις]] το [[λάδι]], [[τρεις]] το [[ξίδι]] κι έξι το λαδοξιδο» — λέγεται σε περιπτώσεις σκόπιμα εσφαλμένων υπολογισμών για [[αποκόμιση]] παράνομου κέρδους<br />β) «[[τρία]] πουλάκια κάθονται και πίνουν και ταμπάκο» ή, [[απλώς]], «[[τρία]] πουλάκια κάθονται» — λέγεται για [[άτομο]] που αδιαφορεί [[προς]] τις συμβουλές οι οποίες του δίνονται ή για [[άτομο]] που λέει πράγματα άσχετα [[προς]] το [[θέμα]] της ομιλίας<br />γ) «μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, [[τρεις]] και η κακή του [[μέρα]]» — και ο πιο [[επιτήδειος]] [[κακοποιός]] [[κάποτε]] θα πιαστεί<br />δ) «μια του φίλου, δυο του φίλου, [[τρεις]] και την κακή του [[μέρα]]» — [[ακόμη]] και οι φίλοι καταντούν ανεπιθύμητοι όταν έχουν υπερβολικές ή συχνές αξιώσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τρία]] καί δύο»<br />(στον <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] τον σχολιαστή) «[[τρία]] καὶ δύο, [[τρία]] μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο<br />ἀρίστη δὲ κρᾱσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος [[τρία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το απόλ. αριθμτ. [[τρεῖς]], [[τρία]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>treyes</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ ρ. <i>trei</i>- / <i>tri</i>-). Η ονομ. του αρσ. και θηλ. εμφανίζεται στη δωρ. διάλ. και ασυναίρετη <i>τρέες</i> και συνηρημένη <i>τρῆς</i>, στην αττ. διάλ. η [[συναίρεση]] έδωσε τον τ. [[τρεῖς]], που χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική, ενώ η βοιωτ. διάλ. χρησιμοποίησε ως ονομαστική τον τ. <i>τρῖς</i> της αιτιατικής. Η ονομ. <i>τρέες</i> / <i>τρῆς</i> / [[τρεῖς]] συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>trayah</i>, λατ. <i>tr</i><i>ē</i><i>s</i>, γοτθ. <i>?reis</i>, αρχ. σλαβ. <i>trĭje</i>, ενώ το ουδ. [[τρία]], που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>τρι</i>- της ρίζας, αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. <i>tr</i><i>ī</i>, αρχ. σλαβ. <i>tri</i>, λατ. <i>tria</i>. Η γενική <i>τριῶν</i> αντιστοιχεί με το λατ. <i>trium</i>, ενώ η δοτ. <i>τρι</i>-<i>σί</i> με το αρχ. ινδ. <i>trisu</i>. Παράλληλα με τη δοτ. <i>τρισί</i> μαρτυρείται στην ιων. διάλ. και θεματική [[δοτική]] [[τριοῖσι]]. Στην [[αιτιατική]] [[αρχικός]] τ. θεωρείται το δωρ. <i>τρῖς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τρινς</i><span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>trins</i>), <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tr</i><i>ī</i><i>n</i>, γοτθ. <i>?rins</i>. Ο τ. <i>τρίινς</i> στην [[Κρήτη]] εμφανίζει δύο συλλαβές, πιθ. [[κατά]] τη γεν. <i>τριῶν</i>, ενώ στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως [[αιτιατική]] ο τ. [[τρεῖς]] της ονομαστικής. Από την εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρι</i>- του θέματος, [[εκτός]] από τις πλάγιες πτώσεις και το ουδ. [[τρία]], έχουν σχηματιστεί όλα τα παράγωγα του αριθμτ., όπως [[είναι]] τα επιρρ. [[τρίς]], <i>τρί</i>-<i>χα</i>, <i>τρι</i>-<i>χῶς</i>, το [[τακτ]]. αριθμτ. [[τρίτος]] και τα ουσ. <i>τρι</i>-<i>άς</i>, <i>τρί</i>-<i>τρα</i>, <i>τρί</i>-<i>αινα</i>. Από το θ. <i>τρι</i>-, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί πάμπολλα σύνθ. με α' συνθετικό <i>τρι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]], <i>τρί</i>-<i>μηνος</i>, <i>τρί</i>-<i>οδος</i>, [[τρίπους]], <b>βλ. λ.</b> <i>τρι</i>-). Σε ό,τι αφορά, [[τέλος]], τήν [[προέλευση]] της ρίζας του αριθμτ. <i>tre</i>-<i>i</i>-, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι θα μπορούσε να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[διαπερνώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]]) με την [[έννοια]] ότι ο [[αριθμός]] [[τρία]] έχει υπερβεί, έχει ξεπεράσει τον αριθμό <i>δύο</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm