Anonymous

ἕρκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕρκος]], τὸ (AM)<br />[[φραγμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιγκλίδωμα]] στη [[βάση]] της κλίμακας του άμβωνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περίβολος]], [[φράκτης]] κήπων ή αμπελώνων<br /><b>2.</b> ο [[αυλόγυρος]]<br /><b>3.</b> η [[αυλή]] του σπιτιού<br /><b>4.</b> το όστρακο που περικλείει την [[πίννα]]<br /><b>5.</b> [[τείχος]] για [[υπεράσπιση]], [[προμαχώνας]]<br /><b>6.</b> το [[δίχτυ]], ο [[βρόχος]] που χρησιμοποιείται για τη [[σύλληψη]] ζώων ή πουλιών ή ψαριών<br /><b>7.</b> οι κυκλικές σπείρες του σχοινιού (λάσου), το οποίο εκσφενδονίζεται για [[σύλληψη]] άγριων ζώων<br /><b>8.</b> [[κάθε]] [[φραγμός]] ή [[μέσο]] υπεράσπισης («[[ἕρκος]] ἀκόντων» — [[ασπίδα]] που χρησιμεύει ως [[μέσο]] άμυνας [[ενάντια]] στα ακόντια)<br /><b>9.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υπερασπιστής]], [[πρόμαχος]], [[προπύργιο]] τών άλλων<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «Κίσσιον [[ἕρκος]]» — τα Σούσα<br />β) «γαίας [[ἕρκος]]» — η [[πόλη]]<br />γ) «[[ἕρκος]] [[ἱερόν]]» — ο [[βωμός]]<br />δ) «[[μέλαν]] [[ἕρκος]] ἅλμας» — η [[θάλασσα]]<br />ε) «[[ἕρκος]] ὀδόντων» — ο [[φραγμός]] που σχηματίζεται από τις δύο σειρές τών δοντιών («ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων;» — ποιὸς [[λόγος]] ξέφυγε απὸ το [[στόμα]] σου; <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) «κάρχαρον [[ἕρκος]]» — [[χωρίς]] δόντια<br />ζ) «σφραγῑδος [[ἕρκος]]» — η [[σφραγίδα]]<br />η) «χρυσόδετα ἕρκη [[γυναικών]]» — το χρυσό [[περιδέραιο]] με το οποίο εξαπατήθηκε η Εριφύλη και πρόδωσε τον άντρα της<br />θ) (για τον Αίαντα) «[[ἕρκος]] Ἀχαιῶν» <br />ι) (για τον Αχιλλέα) «[[ἕρκος]] Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο» — ια) (για γενναίους στρατιώτες) «[[ἕρκος]] πολέμοιο» — ιβ) (για την [[Κλυταιμνήστρα]]) «γαίας μονόφρουρον [[ἕρκος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο του τύπου [[γένος]]. Εικάζεται [[συγγένεια]] του με το λατ. ρ. <i>sarcio</i> «[[επισκευάζω]]» και το χεττ. <i>sărni</i> «[[αποζημιώνω]]». Συνδέεται πιθ. και με το <i>όρκος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ερκάνη]], [[ερκείος]], [[ερκίον]], [[ερκίτης]], <i>Έρκυν</i>(<i>ν</i>)<i>α</i>, [[Ερκύνια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) [[ερκοθηρικός]], <i>ερκόπεζα</i>. (Β’ συνθετικό) [[αλιερκής]], [[ευερκής]], [[ομοερκής]])].
|mltxt=[[ἕρκος]], τὸ (AM)<br />[[φραγμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιγκλίδωμα]] στη [[βάση]] της κλίμακας του άμβωνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περίβολος]], [[φράκτης]] κήπων ή αμπελώνων<br /><b>2.</b> ο [[αυλόγυρος]]<br /><b>3.</b> η [[αυλή]] του σπιτιού<br /><b>4.</b> το όστρακο που περικλείει την [[πίννα]]<br /><b>5.</b> [[τείχος]] για [[υπεράσπιση]], [[προμαχώνας]]<br /><b>6.</b> το [[δίχτυ]], ο [[βρόχος]] που χρησιμοποιείται για τη [[σύλληψη]] ζώων ή πουλιών ή ψαριών<br /><b>7.</b> οι κυκλικές σπείρες του σχοινιού (λάσου), το οποίο εκσφενδονίζεται για [[σύλληψη]] άγριων ζώων<br /><b>8.</b> [[κάθε]] [[φραγμός]] ή [[μέσο]] υπεράσπισης («[[ἕρκος]] ἀκόντων» — [[ασπίδα]] που χρησιμεύει ως [[μέσο]] άμυνας [[ενάντια]] στα ακόντια)<br /><b>9.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υπερασπιστής]], [[πρόμαχος]], [[προπύργιο]] τών άλλων<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «Κίσσιον [[ἕρκος]]» — τα Σούσα<br />β) «γαίας [[ἕρκος]]» — η [[πόλη]]<br />γ) «[[ἕρκος]] [[ἱερόν]]» — ο [[βωμός]]<br />δ) «[[μέλαν]] [[ἕρκος]] ἅλμας» — η [[θάλασσα]]<br />ε) «[[ἕρκος]] ὀδόντων» — ο [[φραγμός]] που σχηματίζεται από τις δύο σειρές τών δοντιών («ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων;» — ποιὸς [[λόγος]] ξέφυγε απὸ το [[στόμα]] σου; <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) «κάρχαρον [[ἕρκος]]» — [[χωρίς]] δόντια<br />ζ) «σφραγῖδος [[ἕρκος]]» — η [[σφραγίδα]]<br />η) «χρυσόδετα ἕρκη [[γυναικών]]» — το χρυσό [[περιδέραιο]] με το οποίο εξαπατήθηκε η Εριφύλη και πρόδωσε τον άντρα της<br />θ) (για τον Αίαντα) «[[ἕρκος]] Ἀχαιῶν» <br />ι) (για τον Αχιλλέα) «[[ἕρκος]] Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο» — ια) (για γενναίους στρατιώτες) «[[ἕρκος]] πολέμοιο» — ιβ) (για την [[Κλυταιμνήστρα]]) «γαίας μονόφρουρον [[ἕρκος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο του τύπου [[γένος]]. Εικάζεται [[συγγένεια]] του με το λατ. ρ. <i>sarcio</i> «[[επισκευάζω]]» και το χεττ. <i>sărni</i> «[[αποζημιώνω]]». Συνδέεται πιθ. και με το <i>όρκος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ερκάνη]], [[ερκείος]], [[ερκίον]], [[ερκίτης]], <i>Έρκυν</i>(<i>ν</i>)<i>α</i>, [[Ερκύνια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) [[ερκοθηρικός]], <i>ερκόπεζα</i>. (Β’ συνθετικό) [[αλιερκής]], [[ευερκής]], [[ομοερκής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm